Μετά την αποφοίτηση από το ΠΑΠΕΙ και έχοντας χρηστεί λογιστής – οικονομολόγος, έχοντας δε εκπληρώσει τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις μέσω βύσματος εις Θήβας (πυροβολικό), κατάλαβα πως όντας εικοσιπεντάχρονος έπρεπε να ψάξω για καμιά δουλειά. Δεν είναι ότι οι δικοί μου δεν μπορούσαν να με συντηρήσουν, αλλά αφενός άρχισα να μην νοιώθω πλέον άνετα με το να ζητάω συνέχεια «κασέρι» από τους γονείς (απόρρησα και εγώ με τον εαυτό μου).
Ακολούθησε μια πενταετής πορεία αναζήτησης όπου τις περισσότερες φορές η απάντηση ήταν θα έρθεις για ένα εξάμηνο να μάθεις (εννοείται τζαμπαντάν) και μετά θα σε προσλάβουμε, το εξάμηνο συνεχιζόταν και το αφεντικό σφύριζε, εγώ έφευγα και ερχόταν ο επόμενος πρόθυμος κ.ο.κ. Στις μεγάλες εταιρείες η μισθοδοσία ήταν κανονική, αλλά ασχολιόσουν με ένα πολύ μικρό αντικείμενο και συνεπώς μάθαινες ελάχιστα, άρα δεν μπορούσες να λειτουργήσεις αυτόνομα. Το καλό από όλες αυτές τις εναλλαγές ήταν πως το τέλος τα κουτσο – κατάφερνα και έτσι πήρα τη μεγάλη απόφαση.
Το συζήτησα με τον πατέρα μου που ήταν πρόθυμος να βοηθήσει οικονομικά και τελικά καταλήξαμε σε λογιστικό γραφείο, σε πυκνοκατοικημένη περιοχή της Αθήνας, σε ισόγειο κατάστημα με μεγάλη πρόσοψη. Ένα είναι σίγουρο σε αυτή τη ζωή: πως τέτοια εποχή όλοι θα κάνουν τη φορολογική τους δήλωση, συνεπώς, αν μη τι άλλο, αυτή την εποχή θα υπήρχε άφθονη πελατεία. Λίγο κάποια μαγαζιά της περιοχής που θέλανε τον λογιστή δίπλα τους, λίγο κάποιες γνωριμίες με μεγαλύτερες κάπως επιχειρήσεις, δόξα το Θεό, θα τα καταφέρουμε.
….Άνοιξε την πόρτα και στάθηκε μπροστά, τεράστια, κρατώντας μια εξίσου τεράστια σακούλα. Λογιστικό γραφείο είναι εδώ; Η αυτόνομη γιαγιά, τρόμος του κάθε λογιστή. Ως απάντηση μου ήρθε το «όχι μπουγατσατζίδικο», αλλά έγνεψα ευγενικά «ναι».
– Πόσο θα μου πάρεις για τη δήλωση, ο άλλος μου είπε τριάντα
– Εμείς χρεώνουμε σαράντα τόλμησα να πω, αλλά πριν προλάβω να αναπτύξω επιχειρήματα,
– εγώ τριάντα θα σε δώσω είπε και κάθισε.
Θα μου πείτε γριά γυναίκα, από αυτή θα γινόσουν πλούσιος; Φυσικά και όχι, μόνο που γενικά η «πελατεία» των συγκεκριμένων ημερών… δεν θα ανησυχούσε σε κάποια επιστράτευση.
Ένα άλλο περίεργο θέμα είναι η δυνατότητα συνθλιβής ξηρών και άλλων καρπών από μασέλες. Επειδή συνήθως περιμένανε μερικοί πελάτες για δηλώσεις φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων της συγκεκριμένης ηλικίας αλλά και γενικά σε όλο το χρόνο, υπήρχαν πάντοτε κάποιοι ξηροί καρποί στο τραπεζάκι του σαλονιού. Τη συγκεκριμένη περίοδο ο ανεφοδιασμός γινόταν ανά τέταρτο. Ο καλύτερος πελάτης του γειτονικού «ξηροκαρπάδικου». Φυσικά, στο κάτω διάζωμα του τραπεζιού σαλονιού υπήρχαν όλα τα «EPSILON7», αλλά μάλλον δεν αφορούσαν το συγκεκριμένο κοινό, επειδή τα ξεφύλλιζαν μεν άπαντες (ιδιαίτερα οι παππούδες), αλλά έχω την εντύπωση πως κοιτούσανε μόνο τις φωτογραφίες, λόγω φορολογικού αναλφαβητισμού και υψηλής πρεσβυωπίας.
Η γιαγιά δεν φαινόταν να βιάζεται. Λειτουργούσε όμως με ταχύτητα Pac-man επί των ξηρών καρπών και συνεπώς είχε υπέρμετρο κόστος παραμονής. Πέραν τούτου φλυαρούσε φωναχτά με όλους τους γέρους και γενικά έπρεπε να εξυπηρετηθεί πάραυτα, επειδή όσο έμενε, ζημιά προκαλούσε. Τελικά ήρθε και η σειρά της.
Σου έφερα όλα τα χαρτιά μου, είπε και πριν προλάβω να αντιδράσω η τεράστια σακούλα με τις εκατοντάδες αποδείξεις από το απέναντι ψιλικατζίδικο, άλλες τόσες από το παρακείμενο φαρμακείο, συν όλη η επικοινωνία με τον ασφαλιστικό της φορέα (ειδοποίηση για την εκάστοτε καταβαλλόμενη σύνταξη, ταμείο κλπ.), κάλυψαν πλήρως το πληκτρολόγιο.
Μετά άρχισε ο πόλεμος των κωδικών. Γέλασε πονηρά και βγάζοντας ένα πορτοφολάκι μου είπε «εδώ τους έχω φυλαγμένους». Το πρώτο χαρτί που μου έδωσε ήταν τα νούμερα από τα τηλέφωνα της κόρης της στη Θεσσαλονίκη. Το δεύτερο οι αναλύσεις αίματος και η μέτρηση ζαχάρου της προηγούμενης εβδομάδας. Τελικά στο πέμπτο «έγγραφο» πετύχαμε τους κωδικούς.
Αν αναρωτιέστε αν ήτανε χήρα, ναι ήτανε χήρα, επειδή οι χήροι σπανίζουν και τείνουν να εκλείψουν ως είδος. Με το που έκανα την επιβεβαίωση και βλακωδώς ρώτησα «εν χηρεία;» έβαλε τα κλάματα και εννοούσε να μου διηγηθεί αποσπάσματα από την κοινή ζωή με τον μεταστάντα, τα οποία απέφυγα τεχνηέντως (κάτι σαν γκόμενα σε μπαράκι που θέλει να σε πει την ιστορία της, ενώ εσύ έχεις άλλους στόχους).
Βάλαμε τα χαρτιά από τη σύνταξη πάλι μέσα στην σακούλα μιάς και τη δήλωση την είχε προεκτυπωμένη, έβρισε την Κυβέρνηση που πάλι της μείωσε την επικουρική και φθάσαμε σε ένα ενοίκιο που έπαιρνε και αποκαλύφθηκε την τελευταία στιγμή.
Έξοδος λοιπόν από το Ε1 και για να καλύψουμε την εκκρεμότητα με τα ακίνητα, βουρ στο Ε2. Ευτυχώς δεν είχε αλλάξει ο ενοικιαστής και το πρόγραμμα τον έφερε στο έντυπο όπως και πέρυσι, στην ερώτηση αν είχε αλλάξει το μίσθωμα, η απάντηση ήταν τι είναι αυτό και όταν της είπα το ενοίκιο αναφέρθηκε με τα καλύτερα λόγια στον μισθωτή «κακό χρόνο να έχει, δυο κατοστάρικα τέτοιο σπίτι (ημιυπόγειο) και αυτά αμάν κάνω να μου τα δώσει, να δω αν τον βγάλω που θα βρει τέτοια ευκαιρία».
Συνεπώς, συμφωνήσαμε πως τα μισθώματα ανερχόταν σε 2.400 ευρώ ετησίως. Επιστροφή λοιπόν στον έντυπο Ε1 με συμπληρωμένα πλέον και τα μισθώματα, οι αποδείξεις λόγω ηλικίας επιστράφηκαν αν και μου έκανε γνωστό πως αυτή θα τις κρατήσει, όπως κάνει κάθε χρόνο και έχει όλες τις σακούλες στο πατάρι, μέχρι που φθάσαμε στις ιατροφαρμακευτικές δαπάνες.
Επέμενε πως κάπου πρέπει να μπαίνουν για να πληρώσει λιγότερο φόρο. Επέμενα ότι αυτό ήτανε πέρυσι και φέτος άλλαξε. Τελικά πείστηκε ευχόμενη στον Υπουργό «να πέσει φωτιά και να τον κάψει» και της έβγαλα την εκκαθάριση. Επανέλαβε την ευχή για όλη την Κυβέρνηση, μου είπε πως είμαι καλό παιδί και θα με γνωρίσει και στις φίλες της και με ύφος δανδή κατέβαλε τα τριάντα ευρώ, βλέποντας με την άκρη του ματιού της αν παρακολουθούν οι υπόλοιποι πελάτες την οικονομική της μεγαλοπρέπεια.
Κάθε τέτοια εποχή θυμάμαι την πεθερά μου και τις ατέλειωτες ώρες που διέθετα για την εξαιρετικά περίπλοκη φορολογική της δήλωση (σύνταξη και ένα σπίτι). Η ιεροτελεστία συνήθως κρατούσε καμιά – δυο μέρες και στο τέλος ένοιωθα εντελώς εξουθενωμένος με την πεθερά μου να πλέει σε πελάγη ευτυχίας που έκανε πάλι τζάμπα τη δουλειά της. Εδώ και τρία χρόνια που έφυγε, κάθε τέτοια εποχή, νοιώθω μια γλυκιά μελαγχολία για μία προσδοκώμενη αγγαρεία που δεν κάνω πια και περιέργως μου λείπει. Και του χρόνου γιαγιά, να είσαι καλά και να ξανάρθεις.
Από το e-Forologia “O AIRETIKOS”