Οι καταιγιστικές πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις τα τελευταία 24ωρα δεν άφησαν ιδιαίτερο χώρο και χρόνο για ουσιαστική αξιολόγηση των κινήσεων στη διπλωματική σκακιέρα, αυξάνοντας τις πιθανότητες λάθους τόσο από την ελληνική πλευρά όσο και από τους εταίρους. Το σκηνικό όμως φάνηκε ανθεκτικό, οι Ευρωπαίοι έχοντας προνοήσει έστειλαν στην Ελλάδα τους κκ Ντάισελμπλουμ και Σουλτς για να πάρουν κλίμα από την Αθήνα. Η ελληνική κυβέρνηση περιμένοντας πολιτική πιέσεων αντέδρασε δομημένα, διαμηνύοντας ότι «δεν έχει κωλοτούμπα» πριν τις διαπραγματεύσεις, το Μνημόνιο έχει τελειώσει, αλλά συζητάμε για νέο πακέτο, με όλους τους εμπλεκομένους κατά μόνας. Το πακέτο της λύσης που προτείνει η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται μεν λογικό αλλά απαιτούνται αρκετές κινήσεις στην πολιτική και διπλωματική σκακιέρα ώστε να διαμορφωθούν οι απαραίτητες ισορροπίες για την αποδοχή του. Το πλέον πιθανό σενάριο, όπως εκτιμούν άνθιρωποι που βρίσκονται κοντά στις διαπραγματεύσεις είναι η παροχή τεχνικών λύσεων από τώρα και μέχρι τον Ιούνιο που θα ληφθούν οι τελικές αποφάσεις.
Του Χρήστου Φράγκου
Χρειάζεται όμως ιδιαίτερη προσοχή για να μην παγιδευτεί η Ελλάδα σε μια νέα μεταμνημονιακή εντατική μονάδα θεραπείας με ρευστότητα από τον “αναπνευστήρα” και χωρίς δυνατότητα χειρισμών σε πολτιικό και διπλωματικό επίπεδο. Γι αυτό το λόγο οι λύσεις πρέπει να είναι όχι μόνο άμεσες αλλά και διαρκείς.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να αποδεχθεί τα κεφάλαια της τελευταίας δόσης των 7,4 δισ., καθώς κάτι τέτοια θα κάλυπτε τρύπες χωρίμς όμως να λύνει το πρόβλημα
Στην πραγματικότητα τα βήματα που έγιναν –μέχρι τώρα- ήταν πολύ προσεκτικά από όλες τις πλευρές, με ένα λίγο απότομο γύρισμα στο ταγκό Βαρουφάκη-Ντάισελμπλουμ στην Αθήνα. Το επόμενο όμως ταγκό στο Παρίσι είχε σαφώς καλύτερα αποτελέσματα, θέτοντας τις βάσεις για μια ευρύτερη συζήτηση.
Της συνάντησης όμως του Γιάννη Βαρουφάκη με τον Μισέλ Σαπέν είχε προηγηθεί δείπνο Σουλτς, Ολάντ, Μέρκελ. Εκ του αποτελέσματος της συνάντησης των υπουργών Οικονομικών Ελλάδας και Γαλλίας συνάγεται ότι έχει βρεθεί κοινή συνισταμένη σε ευρωπαϊκό επίπεδο και με τη συναίνεση της Γερμανίας.
Ετσι σε πρώτη φάση και παρότι το Βερολίνο δεν έχει εκφραστεί ακόμα δημοσίως, φαίνεται ότι οι ευρωπαίοι αποδέχονται τον «θάνατο» Μνημονίου και τρόικας –στη σημερινή τους μορφή- ενώ αναμένουν τις ελληνικές θέσεις. Δηλαδή αποδέχονται να «ξεχάσουν» το έως τώρα ακολουθούμενο πρόγραμμα και να διαλύσουν την επιτροπή εποπτείας του εφόσον συμφωνήσουν με την ελληνική κυβέρνηση σε ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων και υπό τον όρο των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών.
Από αυτή την κατ αρχήν συμφωνία λείπει όμως το ζήτημα του χρέους, το οποίο συζητείται αλλά χωρίς ντόρο. Αυτό το θέμα αν και η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί να το συνδέσει με τη διαπραγμάτευση για το νέο πρόγραμμα, εν τούτοις φαίνεται ότι θα μπει στο ψυγείο μετά τη συνάντηση Βαρουφάκη-Σόιμπλε.
Μπορεί η ελληνική σε αυτή τη φάση να αρνείται την ύπαρξη ασφυκτικών χρονικών περιθωρίων τόσο του τέλους του υπάρχοντος προγράμματος -που δεν αναγνωρίζει- στις 28 Φεβρουαρίου όσο και της αποπληρωμής των ελληνικών ομολόγων τον Ιούνιο, ωστόσο είναι αναγκασμένη να αναζητήσει άμεσες λύσεις.
Το ίδιο καλείται να πράξει και η Ευρώπη καθώς ενδεχόμενη απόσυρση των κεφαλαίων 10,9 δισ. του ΤΧΣ και η συνεπακόλουθη διακοπή της χρηματοδότησης των τραπεζών άμεση ή/και έμεσα από το Ευρωσύστημα μπορεί να σημάνει την απαρχή μιας νέας τραπεζικής κρίσης στην Ευρωζώνη που θα οδηγήσει σίγουρα σε πιο επικίνδυνα μονοπάτια.
Η Αθήνα καλείται να λύσει με ένα σχέδιο και χωρίς νέα περιορισιτικά μέτρα το χρηματοδοτικό κενό που διευρύνεται, το δημοσιονομικό και να πείσει τους Ευρωπαίους να ρίξουν κονδύλια και να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη.
Προς αυτό θέλουν την εξάλλειψη του πρωτογεννούς πλεονάσματος, το οποίο θα καλύψει το κενό και πρόσθετα κονδύλια άμεσα από το πρόγραμμα Γιούνκερ για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης.
Για να επιτευχθούν όμως αυτά δεν απαιτούνται μόνο συναινέσεις αλλά και μια νέα ταχεία λειτουργία της Ευρωζώνης. Για να όμως δώσει τη συγκαταθεσή της η Γερμανία σε όλα αυτά θα ζητήσει ανταλλάγματα σε άλλα επίπεδα.
Λυμένο πρόβλημα, ζητάει λύση
Αυτό που επισφραγίζουν οι διεργασίες των τελευταίων ημερών είναι το τέλος της λιτότητας, κάτι που είχε διαφανεί από τα τελευταία reports του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, τη πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και τις παραινέσεις του G-20 προς την ίδια κατεύθυνση.
Οι Ευρωπαίοι εταίροι και ιδιαίτερα το Βερολίνο έχουν από καιρό αποδεχθεί την αλλαγή πολιτικής, αλλά δεν ήταν σε καμία περίπτωση διατεθειμένοι να το δώσουν αμαχητί αυτό στην Ελλάδα. Ετσι με την εκλογή της νέας ελληνικής κυβέρνησης, χωρίς να προβάλλουν ιδιαίτερη αντίσταση αποδέχθηκαν το φυσικό επόμενο: τη «θανάτωση» ενός πλήρως ανεδαφικού προγράμματος, το οποίο πέτυχε όμως το βασικό στόχο του: Τη δημοσιονομική πειθαρχία και το πρωτογενές πλεόνασμα.
Ετσι οι Ευρωπαίοι δέχονται να συζητήσουν στη βάση ενός νέου ελληνικού προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα έχει ως παραδοχές τη συγκράτηση των δαπανών στο Δημόσιο, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, την αύξηση της αποτελεσματικότητας του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και την αποδέσμευση αναπτυξιακών κονδυλίων ως επιβράβευση σε αυτά.
Σε εκκρεμότητα παραμένει το ζήτημα της κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας μέχρι τον Ιούνιο, το οποίο αναμένεται να λυθεί –μάλλον- τεχνικά με την αυτόματη εξόφλησή του από τα παρακρατημένα κέρδη από αυτά, που διαθέτουν οι κεντρικές τράπεζες του ευρωσυζτήματος.
Η πολιτική σκακιέρα
Οι κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης αποδείχθηκε –μέχρι τώρα- ότι είχαν σαφή πολιτικό και στρατηγικό προσανατολισμό. Η Ελλάδα λόγω της παρατεταμένης κρίσης με την τρόικα και της εκλογικής διαδικασίας είχε βρεθεί στο περιθώριο αντιμετωπίζοντας την πολιτική απομόνωση στην οποία είχε περιέλθει ο Αντώνης Σαμαράς.
Οι πολιτικές αστοχίες του πρώην πρωθυπουργού, ο οποίος, υπό την πίεση της απώλειας της πολιτικής κυριαρχίας στο εσωτερικό, οδηγήθηκε σε βεβιασμένες και υψηλού ρίσκου κινήσεις ανάγκασαν τους εταίρους να επιβάλλουν μια σκληρή και ιδιότυπη καραντίνα στην Ελλάδα, αφήνοντας μόνο τις τράπεζες να αναπνέουν μέσω της ΕΚΤ, με στόχο να αποφευχθεί μια νέα τραπεζική κρίση.
Η νέα ελληνική κυβέρνηση κλήθηκε σε μηδενικό χρόνο από τον σχηματισμό της να αντιμετωπίσει δυο κορυφαίους θεσμικούς αξιωματούχους οι οποίοι ήρθαν με δική τους πρωτοβουλία στην Αθήνα επιχειρώντας να διαγνώσουν την επιρκατούσα κατάσταση και να διαβάσουν τις προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης.
Το μήνυμα που κόμισαν επιστρέφοντας στην έδρα τους ήταν σαφές: Η Αθήνα ζητάει νέο συμβιβασμό.
Για να μπορέσει όμως η ελληνική κυβέρνηση να αποκτήσει ερείσματα χρειάστηκε να απορρίψει το διαμεσολαβητικό ρόλο που ανέλαβαν οι δυο κεντροευρωπαίοι αξιωματούχοι κκ Σούλτς και Ντάισελμπλουμ και να τον αναθέσει στους Γάλλους.
Το μήνυμα το πήραν οι Γάλλοι με τον Μισέλ Σαπέν να διαμηνύει ότι ο ρόλος της Γαλλίας είναι κομβικός τόσο στα πλαίσια της Ευρωζώνης όσο και στον ιδιότυπο γαλλογερμανικό άξονα.
Στο εν τω μεταξύ ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είχε αποστείλει μια «ιδιαίτερα ευγενική» επιστολή με την οποία καλούσε τον Γιάννη Βαρουφάκη σε συνάντηση, κίνηση που ολοκληρώνει τον πρώτο γύρο κινήσεων στη σκακιέρα.
Η επόμενη ημέρα
Μετά την –κατά γενική ομολογία- επιτυχή ολοκλήρωση του πρώτου γύρου επαφών και διαβουλεύσεων, η ελληνική κυβέρνηση καλείται να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να θέσει με σαφήνεια τα θεμέλια για τη διαμόρφωση του new deal με την Ευρώπη και την Ευρωζώνη.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται τόσο η συνάντηση του Γιάννη Βαρουφάκη με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε όσο και του Αλέξη Τσίπρα με τον Ζαν Κλωντ Γιούνκερ.
Οι δυο αυτές συναντήσεις ξεκινούν με καλούς οιωνούς και την Ευρώπη να θέλει πάση θυσία να αποφύγει νέα κρίση που θα προκαλέσει αποσυσπειρωτικές πολιτικές και οικονομικές τάσεις.
Στην Αθήνα ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, ερμηνεύοντας αυτό το σκηνικό και τα μηνύματα που φθάνουν, υποστήριξε στο Mega Channel ότι στη συνάντηση Τσίπρα-Γιούνκερ θα επιτευχθεί πολιτική συμφωνία.
Καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν όμως ότι το κλίμα δεν είναι το ίδιο και στη συνάντηση Σοιμπλε-Βαρουφάκη. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών αναμένεται να θέσει τον Έλληνα ομόλογό του προ των αμείλικτων οικονομικών δεδομένων απαιτώντας από την Αθήνα να κλείσει πρώτα την αξιολόγηση και εν συνεχεία να μπει στο νέο πρόγραμμα.
Ο Γιάννης Βαρουφάκης θα αντιτείνει τη «γέφυρα», ενώ θα δώσει ως κίνηση καλής θέλησης τη συμφωνία πάνω σε ήδη αποφασισμένες μεταρρυθμίσεις τις οποίες θα εντάξει στο επόμενο πακέτο μέτρων.
Το τελικό ανακοινωθέν αυτής της συνάντησης όμως δεν θα είναι συναινετικό. Ο Γερμανός θα ξεκαθαρίσει το διακύβευμα και ο Έλληνας θα ζητήσει σύγκλιση των οργάνων. Τελικά το ζήτημα θα γυρίσει στη Γαλλία η οποία σε συνεργασία με την Κομισιόν θα αναλάβει να γεφυρώσει το χάσμα πριν το τέλος του μήνα.
Σύνοδος Κορυφής-Eurogroup και ΔΝΤ
Καθοριστικής σημασία είναι βέβαια και η Σύνοδος Κορυφής στις 12 Φεβρουαρίου και το Eurogroup της 16ης του μήνα. Σε αυτά τα δυο ευρωπαϊκά φόρα ο Αλέξης Τσίπρας και το οικονομικό επιτελείο θα κληθούν να παρουσιάσουν μια όσο το δυνατόν πιο ισορροπημένη και ρεαλιστική λύση για το άμεσο πρόβλημα.
Το σκηνικό μπορεί να διαφοροποιηθεί από τις κινήσεις του ΔΝΤ το οποίο συζητά ήδη με την ελληνική κυβέρνηση και φαίνεται διατεθειμένο να αποδεσμεύσει δόσεις 4,3 δις. προς την Ελλάδα.
Η ελληνική κυβέρνηση όμως δεν είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί αυτά τα κεφάλαια αφενός λόγω του υψηλού κόστους και αφετέρου καθώς αυτός θα σήμαινε συναίνεση στο «πεθαμένο» Μνημόνιο.
Αντ αυτού η ελληνική κυβέρνηση θα επιμείνει στο σενάριο της τεχνικής κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών και στην άμεση συμφωνία για το new deal.
Η παρέμβαση Ομπάμα
Θετικά αξιολογείται από την Αθήνα η παρέμβαση του Μπαράκ Ομπάμα με συνέντευξή του στο CNN, μέσω της οποίας έστειλε σαφές μήνυμα στο Βερολίνο αναδεικνύοντας την Ελλάδα ως μοχλό πίεσης. Παράλληλα ο Αμερικανός πρόεδρος ξεκαθάρισε ότι οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να αναμειγνύονται στα ευρωπαϊκά ζητήματα τόσο μέσω των διμερών-διακρατικών σχέσεων όσο και θεσμικά, καθώς αυτά άπτονται της παγκόσμιας οικονομίας.
Η κίνηση αυτή όμως επανέφερε μνήμες από παλαιότερες συναντήσεις του Eurogroup στο οποίο είχε προσπαθήσει να συμμετάσχει ο Τίμοθι Γκάιτνερ και ο οποίος προσέκρουσε στην άρνηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Η Αθήνα εκτιμά ότι αυτή τη φορά θα καταφέρει να διαχειριστεί προς όφελός της την αμερικανική παρεμβατικότητα, αναγκάζοντας το Βερολίνο να συναινέσει σε άμεση τεχνική λύση για τα ομόλογα και συμφωνία για το νέο πρόγραμμα.
Ο κίνδυνος όμως είναι ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν εύκολα να χαλιναγωγήσουν την πολιτική τους με αποτέλεσμα να ανεβάζουν υπέρμετρα τους τόνους προκαλώντας τη συσπείρωση των Ευρωπαίων στο πλευρό των Γερμανών, όπως έχει συμβεί κατ επανάληψη στο παρελθόν.
http://www.sofokleousin.gr