Στην τελευταία ομιλία του κατά την διάρκεια της συζήτησης στις 20/11/2014 για την ψήφιση του νομοσχεδίου των ελληνικών λογιστικών προτύπων, ο υφ. Οικονομικών έδωσε κάποιες διευκρινίσεις σε επιμέρους θέματα, στα οποία είχαν υποβάλλει ενστάσεις τόσο οι βουλευτές που μετείχαν στην συζήτηση όσο και η επιστημονική υπηρεσία της βουλής.
Υπενθυμίζουμε ότι τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα ψηφίστηκαν κατά πλειοψηφία από την βουλή με βελτιώσεις στα παρακάτω άρθρα:
Αρθρο 3: Λογιστικό σύστημα και βασικά λογιστικά αρχεία
Αρθρο 5: Διασφάλιση αξιοπιστίας λογιστικού συστήματος
Αρθρο 8: Τιμολόγιο πώλησης
Άρθρο 9: Περιεχόμενο τιμολογίου
Άρθρο 12: Εκδιδόμενα στοιχεία για λιανική πώληση αγαθών ή υπηρεσιών
Αρθρο 37: Πρώτη εφαρμογή
Άρθρο 38: Καταργούμενες και τροποποιούμενες διατάξεις
Άρθρο 39: Ρυθμίσεις λοιπών θεμάτων
Αναλυτικά τι ανέφερε ο υφ. οικονομικών στην βουλή.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ (Υφυπουργός Οικονομικών): Κύριε Πρόεδρε, έχει τονιστεί ότι το νομοσχέδιο για τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα αποτελεί ένα πολύ σημαντικό βήμα προόδου της χώρας μας, με το οποίο διευκολύνεται η επιχειρηματικότητα και το έργο όσων υποστηρίζουν λογιστικά τις επιχειρήσεις, ενώ παράλληλα ενσωματώνεται πλήρως η Οδηγία 2013/34/ΕΕ.
Παράλληλα, γίνεται και ένα πολύ αποφασιστικό βήμα, έτσι ώστε να φτάσουμε από τον παλιό Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, ένα αναχρονιστικό και τυπολατρικό νομοθέτημα, που προκαλούσε συνεχώς προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, στο μεταβατικό στάδιο του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών και σήμερα, με το σχέδιο αυτό, σε ένα πολύ απλοποιημένο κώδικα για τις συναλλαγές, όσον αφορά την καταγραφή τους από φορολογικής πλευράς.
Είναι ένα αποφασιστικό βήμα, που δείχνει τη βούληση της Κυβέρνησης να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις οι οποίες τυγχάνουν της αποδοχής της κοινωνίας και τονώνουν την επιχειρηματικότητα, καταπολεμώντας παράλληλα τη γραφειοκρατία. Συνεπώς, σε αυτή την προσπάθεια πιστεύουμε ότι όσο περισσότεροι είναι μαζί μας τόσο καλύτερο είναι το αποτέλεσμα.
Σε μερικά επιμέρους άρθρα θα πω ότι δεν επιβάλλονται τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, όπως είχα πει και χθες στην ομιλία μου. Θα πω ότι τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα δεν απευθύνονται σε εταιρείες μικρές, αλλά μόνο σε εισηγμένες, ενώ η Οδηγία αφορά άλλες περιπτώσεις, τις οποίες εξήγησα και χθες.
Για τις αποσβέσεις -ένα θέμα που εθίγη- στο άρθρο 18.3α, η ελληνική μετάφραση της Οδηγίας χρησιμοποιεί τη φράση «οικονομική χρησιμότητα». Ο όρος στο αγγλικό κείμενο, που υπερισχύει των εθνικών μεταφράσεων, είναι «useful economic life», που έχει αποδοθεί ορθά στο σχέδιο νόμου ως «ωφέλιμη οικονομική ζωή».
Η «οικονομική χρησιμότητα» δεν είναι λογιστικός όρος για το λογισμό αποσβέσεων και ο όρος είχε εσφαλμένα ενσωματωθεί στο ν. 2190/1920.
Σε ό,τι αφορά την ενδεχόμενη διαφοροποίηση λογιστικών και φορολογικών αποσβέσεων και την ανάγκη παρακολούθησης αυτών των διαφορών, η επιχείρηση με βάση τα πραγματικά περιστατικά δύναται να κρίνει ότι οι φορολογικές και λογιστικές αποσβέσεις συμπίπτουν, περίπτωση στην οποία δεν χρειάζεται καμμία διαφορά στην παρακολούθηση.
Οι φορολογικές αποσβέσεις είναι ορισμένες από το φορολογικό νόμο και οι επιχειρήσεις δεν έχουν καμμία δυνατότητα να επηρεάσουν κατά το δοκούν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις.
Από την άλλη πλευρά, είναι αντίθετο προς την Οδηγία να επιβάλλουμε για λογιστικούς σκοπούς τη χρήση ενιαίων συντελεστών απόσβεσης. Στις πολύ μικρές και εκτός πεδίου Οδηγίας επιχειρήσεις, όπου έχουμε τη νομική δυνατότητα, ορίζουμε ότι θα εφαρμόζονται μόνο οι φορολογικές αποσβέσεις.
Όσον αφορά το άρθρο 18 παράγραφος 3β και τις ενδείξεις απομείωσης των στοιχείων του ενεργητικού, εάν δεν αναφερθούν οι ενδείξεις απομείωσης, η διάταξη δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη, όπως αναφέρθηκε και από φορείς στη διαβούλευση στην Επιτροπή. Οι επιχειρήσεις δεν θα γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν. Η αναφορά στις ενδείξεις πράγματι υπάρχει στα διεθνή λογιστικά πρότυπα. Ανάλογες αναφορές υπάρχουν σε όλα τα αποδεκτά και πλήρη λογιστικά πλαίσιο διεθνώς.
Η αναφορά του νόμου σε ενδείξεις απομείωσης δεν οδηγεί σε αναγνώριση ζημιάς οπωσδήποτε. Οι ενδείξεις δεν τεκμηριώνουν από μόνες τους ζημιά. Εάν η επιχείρηση κρίνει και μπορεί να τεκμηριώσει ότι η ζημιά είναι αναστρέψιμη, δεν οφείλει να τη λογίσει.
Το άρθρο 19 παράγραφος 3 αναφέρεται στη δυνατότητα χρήσης του αποσβέσιμου κόστους στην επιμέτρηση έντοκων χρηματοοικονομικών στοιχείων. Η χρήση της μεθόδου αυτής είναι υποχρεωτική από την Οδηγία, όταν η επίπτωση της μεθόδου αυτής είναι σημαντική στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις έναντι του κόστους κτήσης.
Για την καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία στο άρθρο 20 παράγραφος 6, η Οδηγία προβλέπει με σαφήνεια τη χρήση της καθαρής ρευστοποιήσιμης αξίας στο άρθρο 12 παράγραφος 7. Υπάρχει παρανόηση από εσφαλμένη απόδοση του όρου της Οδηγίας «current market value» ως «τρέχουσα τιμή αντικατάστασης» στα ελληνικά. Στα αγγλικά η τιμή αντικατάστασης είναι διαφορετική.
Σε σχέση με το άρθρο 21 παράγραφος 2, όπου αναφέρθηκε ότι η ανακτήσιμη αξία δεν προβλέπεται από την Οδηγία, όπως είπα και προηγουμένως, ο ακρογωνιαίος λίθος της λογιστικής του ιστορικού κόστους που καθιερώνεται ως βασική αρχή στην Οδηγία, είναι η αναγνώριση των ζημιών απομείωσης, εφόσον υπάρχουν, ώστε τα στοιχεία του ενεργητικού να εμφανίζονται στη μικρότερη αξία μεταξύ αξίας κτήσης και ανακτήσιμης αξίας τους, δηλαδή στο ποσό που θα ανακτήσουν από τη ρευστοποίηση ή το διακανονισμό των στοιχείων και όχι στη μεγαλύτερη και πλασματική αξία του κόστους κτήσης. Αυτή η διάταξη είναι σαφής και απόλυτη στην Οδηγία στο άρθρο 12 παράγραφοι 6 και 7 για όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία του ενεργητικού.
Στο άρθρο 37 η ρύθμιση για τη δυνατότητα της εφάπαξ χρήσης εύλογων αξιών παρέχει τη δυνατότητα λογιστικής εξυγίανσης στον ισολογισμό των επιχειρήσεων που έχουν υπεραξίες σε ακίνητα με τις οποίες μπορούν να αντισταθμίσουν μειώσεις που θα προκύψουν από τις απομειώσεις αποθεμάτων και απαιτήσεων, καθώς και από την αναγνώριση προβλέψεων για την πρώτη εφαρμογή.
Όσον αφορά αυτό που ειπώθηκε για τις ταμειακές μηχανές, για τις τεχνικές προδιαγραφές, έχουμε προβλέψει τη δυνατότητα αξιολόγησης, γιατί το Υπουργείο οφείλει να παρακολουθεί τις τεχνολογικές εξελίξεις, να αξιολογεί την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία του μέτρου και τη διευκόλυνση που παρέχει στον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης, λαμβάνοντας πάντα υπόψη και το κόστος που προκαλείται στις επιχειρήσεις.
Επίσης, θα ήθελα να τονίσω ότι ήδη μέσω των συγκεντρωτικών καταστάσεων συγκεντρωτικά λαμβάνονται τα στοιχεία που έχουν σχέση και με τις λιανικές πωλήσεις.
Η εφαρμογή των εύλογων αξιών εκτός από τα διεθνή λογιστικά πρότυπα που όντως υπάρχει, προβλέπεται ρητά και από την Οδηγία με το άρθρο 8. Με σύνεση επιλέξαμε να μην τις επιβάλουμε, αλλά απλώς να τις επιτρέψουμε, εφόσον μας έδινε το δικαίωμα αυτό η Οδηγία. Η δυνατότητα υπάρχει ήδη στο ν. 2190/1920 στο άρθρο 43 παράγραφος γ και ελάχιστες επιχειρήσεις έχουν κάνει χρήση.
Τέλος, σε σχέση με σχόλιο που ακούστηκε για τον ΚΦΑΣ, θα ήθελα να επισημάνω ότι ο ΚΦΑΣ καταργείται ρητά με την παράγραφο 1 του άρθρου 39. Οι νέες διατάξεις που υποκαθιστούν είναι στα Κεφάλαια 2 και 3. Συνεπώς, δεν βλέπω ότι εδώ υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Βεβαίως, το Υπουργείο θα καταβάλει κάθε προσπάθεια ώστε η Επιτροπή αμέσως μετά την ψήφιση του σχεδίου νόμου και τη δημοσίευση του νόμου στο ΦΕΚ να συσταθεί με θεσμικούς φορείς, υπηρεσιακούς και ειδικούς -η προεργασία έχει γίνει- για να μπορέσει επιτέλους να βγει και η δευτερογενής νομοθεσία έγκαιρα και οι επιχειρήσεις να γνωρίζουν από 1η Ιανουαρίου 2015 όλες τις παραμέτρους του νόμου αυτού.
Με τις σκέψεις αυτές θα ήθελα να σας καλέσω να υπερψηφίσετε το σχέδιο νόμου γιατί, όπως είπα και στην αρχή της ομιλίας μου, είναι ένα μεγάλο μεταρρυθμιστικό βήμα, γιατί επί σειρά ετών η επιχειρηματική κοινότητα, οι λογιστές, όλοι όσοι είχαν σχέση με το επιχειρείν απαιτούσαν την αλλαγή των αναχρονιστικών νόμων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, το οποίο όταν εισήχθη είχε μεγάλη αποτελεσματικότητα και χρησιμότητα, δυστυχώς, με την πάροδο των χρόνων χρειάστηκε και αυτό να αλλάξει και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.