ΣτΕ 1635/2014
Προϋπόθέσεις για την υπαγωγή στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α
Κατηγορία: Εργατικά – Απασχόληση
Περίληψη
Προϋπόθεση για την υπαγωγή στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. είναι η παροχή εξαρτημένης εργασίας έναντι αμοιβής. Υφίσταται δε σχέση εξαρτημένης εργασίας, όταν αυτός ο οποίος παρέχει την εργασία του έναντι αμοιβής, ανεξαρτήτως του τρόπου καθορισμού και καταβολής της τελευταίας, τελεί, κατά την εκτέλεση της εργασίας, σε νομική εξάρτηση έναντι του εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να επιτηρεί και καθοδηγεί τον εργαζόμενο ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας του. Εάν συντρέχει η ανωτέρω προϋπόθεση της παροχής εξαρτημένης εργασίας έναντι αμοιβής, γεγονός που κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών κάθε περιπτώσεως, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που προσδίδουν στη σχέση οι ενδιαφερόμενοι, η ασφάλιση του εργαζομένου στο Ι.Κ.Α. είναι υποχρεωτική.
Αντιθέτως, εάν αυτός ο οποίος προσφέρει την εργασία του διατηρεί ελευθερία ενεργειών έναντι του εργοδότη κατά την εκτέλεσή της, η παρεχόμενη εργασία δεν είναι εξαρτημένη και δεν ασφαλίζεται, κατά τις ως άνω διατάξεις, στο Ι.Κ.Α.
Εξάλλου, εάν, ενόψει των συνθηκών της κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, είναι πράγματι δυσχερής η διάκριση μεταξύ εξαρτημένης ή μη εργασίας, εφαρμόζεται το προβλεπόμενο από την ως άνω διάταξη μαχητό τεκμήριο υπέρ της εξαρτημένης εργασίας και της, ως εκ τούτου, υπαγωγής του προσφέροντος την εργασία αυτή στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α.
Προς ανατροπή δε του τεκμηρίου αυτού πρέπει να αποδεικνύεται κάθε φορά, κατά τρόπο βέβαιο και σαφή, ότι η εργασία προσφέρεται υπό καθεστώς ελεύθερων ενεργειών του παρέχοντος αυτή, κατά την σχετική πλήρως αιτιολογημένη κρίση της Διοικήσεως και τελικώς του διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 2259/2012 7μ.).
Όπως συνάγεται από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 9 και 11 του α.ν. 1846/1951 (Α’ 179), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 23-26 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ (AYE 55575/Ι- 479/1965, Β’ 816), εάν μεν ο εργοδότης τηρεί προσηκόντως τα στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές και εν γένει τις επιβαλλόμενες υποχρεώσεις για την ασφάλιση του απασχολούμενου προσωπικού, τα ελεγκτικά όργανα του ΙΚΑ φέρουν το βάρος της αποδείξεως ότι τα δεδομένα που προκύπτουν από τα στοιχεία που τηρεί ο εργοδότης είναι εικονικά.
Αντιθέτως, εάν ο εργοδότης δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται από τις ανωτέρω διατάξεις για την απόδειξη του αριθμού των υπαγομένων στην ασφάλιση προσώπων, του είδους και του χρόνου της απασχολήσεως και του ύψους των αποδοχών, τα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ δύνανται να προσδιορίζουν τις καταβλητέες εισφορές με βάση τα στοιχεία της ασφαλιστικής σχέσεως, τα οποία καθορίζουν κατά την κρίση τους. Σε περίπτωση, πάντως, προσβολής με προσφυγή πράξεως επιβολής ασφαλιστικών εισφορών, οι οποίες έχουν προσδιοριστεί με βάση την ευχέρεια που παρέχουν οι διατάξεις αυτές στα όργανα του Ι.Κ.Α., ή πράξεως της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής με την οποία έχει ακυρωθεί, κατόπιν ενστάσεως του εργοδότη, τέτοια πράξη επιβολής εισφορών, τα διοικητικά δικαστήρια υποχρεούνται να αποφανθούν με δική τους κρίση για την νομιμότητα της κρίσεως των οργάνων του Ι.Κ.Α. ενόψει των ισχυρισμών που προβάλλονται με την προσφυγή και των στοιχείων που προσκομίζονται προς απόδειξη τους ( ΣτΕ 2259/2012 7μ.).
ΣτΕ 1635/2014
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Α’
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 3 Ιουνίου 2013, με την εξής σύνθεση: Ν. Σακελλαρίου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α’ Τμήματος, Τ. Κόμβου, Π. Μττραΐμη, Σύμβουλοι, Κ. Κονιδιτσιώτου, Α. Ρωξάνα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του Α’ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 21 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση: του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.A.M.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγ. Κωνσταντίνου 8), το οποίο παρέστη με την Παναγιώτα Παρασκευοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “………………………..”, που εδρεύει στη Μυτιλήνη (Ελ. Βενιζέλου 21), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Δημ. Βλούτογλου (A.M. 2346), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ίδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1399/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Π. Μπραΐμη.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998, Α’31) ζητείται η αναίρεση: α) της 1399/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά (μεταβατική έδρα Μυτιλήνης) και β) της 138/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Μυτιλήνης. Με την αναιρεσιβαλλόμενη εφετειακή απόφαση απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ιδρύματος κατά της ως άνω πρωτόδικης αποφάσεως. Με την τελευταία αυτή απόφαση απορρίφθηκε προσφυγή του αναιρεσείοντος Ιδρύματος κατά της 193/2001 αποφάσεως της ΤΔΕ του Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Μυτιλήνης, με την οποία είχε γίνει δεκτή ένσταση της αναιρεσίβλητης εταιρείας κατά της 11012/2001 πράξεως επιβολής εισφορών (ΠΕΕ) και της 615/2001 πράξεως επιβολής πρόσθετης επιβαρύνσεως εισφορών (ΠΕΠΕΕ) που είχαν εκδοθεί σε βάρος της από το ανωτέρω υποκατάστημα ΙΚΑ για τη συμπληρωματική ασφάλιση μισθωτών οι οποίοι απασχολήθηκαν στην επιχείρησή της κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2000 έως 31.3.2001.
2. Επειδή, η επωνυμία της αναιρεσίβλητης εταιρείας διορθώνεται από «…………………………………………….» στην ορθή «……………………………», όπως προκύπτει από το από 3.6.2013 υπόμνημα της εταιρείας αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου, το προσκομισθέν πληρεξούσιο με αριθμό 8113/24.5.2013 και την ανακοίνωση καταχώρησης της εταιρείας αυτής στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών (τ. Α.Ε και Ε.Π.Ε. 11648/8.10.2007).
3. Επειδή, απαραδέκτως προσβάλλεται η 138/2003 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση, η οποία απορρίφθηκε με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη 1399/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά (βλ. ΣτΕ 747,1220/2011).
4. Επειδή, στο άρθρο 2 παρ. 1 περ. α’ του α.ν. 1846/1951 (Α’179), όπως η περίπτωση αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4476/1965 (Α’ 103), ορίζεται ότι:
«Εις την ασφάλισιν του παρόντος νόμου υπάγονται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως: α) Τα πρόσωπα τα οποία εντός των ορίων της χώρας παρέχουν κατά κύριον επάγγελμα εξηρτημένην εργασίαν έναντι αμοιβής… Η έννοια του κυρίου επαγγέλματος δεν αποκλείει την ασφάλισιν προσώπων με μειωμένην απασχόλησιν, εφ’ όσον δεν έχουν άλλην κυρίαν πηγήν βιοπορισμού.
Επί δυσχερούς διακρίσεως εξηρτημένης ή μη εργασίας ή κυρίου ή μη επαγγέλματος προσώπου τινός, τούτο θεωρείται ως υπαγόμενον εις την ασφάλισιν…».
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι προϋπόθεση για την υπαγωγή στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. είναι η παροχή εξαρτημένης εργασίας έναντι αμοιβής. Υφίσταται δε σχέση εξαρτημένης εργασίας, όταν αυτός ο οποίος παρέχει την εργασία του έναντι αμοιβής, ανεξαρτήτως του τρόπου καθορισμού και καταβολής της τελευταίας, τελεί, κατά την εκτέλεση της εργασίας, σε νομική εξάρτηση έναντι του εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να επιτηρεί και καθοδηγεί τον εργαζόμενο ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας του. Εάν συντρέχει η ανωτέρω προϋπόθεση της παροχής εξαρτημένης εργασίας έναντι αμοιβής, γεγονός που κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών κάθε περιπτώσεως, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που προσδίδουν στη σχέση οι ενδιαφερόμενοι, η ασφάλιση του εργαζομένου στο Ι.Κ.Α. είναι υποχρεωτική.
Αντιθέτως, εάν αυτός ο οποίος προσφέρει την εργασία του διατηρεί ελευθερία ενεργειών έναντι του εργοδότη κατά την εκτέλεσή της, η παρεχόμενη εργασία δεν είναι εξαρτημένη και δεν ασφαλίζεται, κατά τις ως άνω διατάξεις, στο Ι.Κ.Α.
Εξάλλου, εάν, ενόψει των συνθηκών της κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, είναι πράγματι δυσχερής η διάκριση μεταξύ εξαρτημένης ή μη εργασίας, εφαρμόζεται το προβλεπόμενο από την ως άνω διάταξη μαχητό τεκμήριο υπέρ της εξαρτημένης εργασίας και της, ως εκ τούτου, υπαγωγής του προσφέροντος την εργασία αυτή στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α.
Προς ανατροπή δε του τεκμηρίου αυτού πρέπει να αποδεικνύεται κάθε φορά, κατά τρόπο βέβαιο και σαφή, ότι η εργασία προσφέρεται υπό καθεστώς ελεύθερων ενεργειών του παρέχοντος αυτή, κατά την σχετική πλήρως αιτιολογημένη κρίση της Διοικήσεως και τελικώς του διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 2259/2012 7μ.).
5. Επειδή, περαιτέρω, όπως συνάγεται από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 9 και 11 του α.ν. 1846/1951 (Α’ 179), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 23-26 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ (AYE 55575/Ι- 479/1965, Β’ 816), εάν μεν ο εργοδότης τηρεί προσηκόντως τα στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές και εν γένει τις επιβαλλόμενες υποχρεώσεις για την ασφάλιση του απασχολούμενου προσωπικού, τα ελεγκτικά όργανα του ΙΚΑ φέρουν το βάρος της αποδείξεως ότι τα δεδομένα που προκύπτουν από τα στοιχεία που τηρεί ο εργοδότης είναι εικονικά.
Αντιθέτως, εάν ο εργοδότης δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται από τις ανωτέρω διατάξεις για την απόδειξη του αριθμού των υπαγομένων στην ασφάλιση προσώπων, του είδους και του χρόνου της απασχολήσεως και του ύψους των αποδοχών, τα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ δύνανται να προσδιορίζουν τις καταβλητέες εισφορές με βάση τα στοιχεία της ασφαλιστικής σχέσεως, τα οποία καθορίζουν κατά την κρίση τους. Σε περίπτωση, πάντως, προσβολής με προσφυγή πράξεως επιβολής ασφαλιστικών εισφορών, οι οποίες έχουν προσδιοριστεί με βάση την ευχέρεια που παρέχουν οι διατάξεις αυτές στα όργανα του Ι.Κ.Α., ή πράξεως της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής με την οποία έχει ακυρωθεί, κατόπιν ενστάσεως του εργοδότη, τέτοια πράξη επιβολής εισφορών, τα διοικητικά δικαστήρια υποχρεούνται να αποφανθούν με δική τους κρίση για την νομιμότητα της κρίσεως των οργάνων του Ι.Κ.Α. ενόψει των ισχυρισμών που προβάλλονται με την προσφυγή και των στοιχείων που προσκομίζονται προς απόδειξη τους ( ΣτΕ 2259/2012 7μ.).
6. Επειδή, ακολούθως, στις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 1 του ν.1892/1990 ( Α’ 101), όπως ίσχυαν πριν από την αντικατάσταση τους με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998, οριζόταν ότι:
«Με έγγραφη ατομική συμφωνία ο εργοδότης και ο μισθωτός κατά τη σύσταση της σχέσης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της μπορεί να συμφωνήσουν για ορισμένο ή αόριστο χρόνο διάρκεια ημερήσιας ή εβδομαδιαίας εργασίας μικρότερη της κανονικής (μερική απασχόληση)».
Οι διατάξεις αυτές αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2639/1998 (Α’ 205) και ορίστηκε ότι:
«1. Κατά τη σύσταση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορεί με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση). Η συμφωνία, εφόσον μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την κατάρτισή της δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση. 2. … 3. Οι έγγραφες ατομικές συμβάσεις των προηγούμενων παραγράφων πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) τα στοιχεία της ταυτότητας των συμβαλλομένων, β) τον τόπο της εργασίας, την έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση του εργοδότη, γ) το χρόνο της απασχολήσεως, τον τρόπο κατανομής και τις περιόδους εργασίας, δ) τον τρόπο αμοιβής και ε) τους τυχόν όρους τροποποίησης τη σύμβασης. … 16. Μέσα σε διάστημα εννέα (9) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, κάθε εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση αναφορικά με τις υφιστάμενες συμβάσεις εργασίας μεταξύ αυτού και των εργαζομένων που απασχολεί με μερική απασχόληση, στην οποία θα αναγράφεται η χρονολογία κατάρτισης των συμβάσεων αυτών και το ονοματεπώνυμο του απασχολούμενου. Σε περίπτωση παραλείψεως υποβολής της κατάστασης αυτής τεκμαίρεται ότι η σχετική σύμβαση καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση».
7. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι για την κατάρτιση συμβάσεως μερικής απασχολήσεως [δηλαδή συμβάσεως εργασίας για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ημερήσιας ή εβδομαδιαίας ή 15θήμερης ή μηνιαίας εργασίας μικρότερης διάρκειας από την κανονική (πλήρη)] απαιτείται έγγραφος τύπος, ο οποίος είναι συστατικός και του οποίου η μη τήρηση συνεπάγεται ακυρότητα της συμβάσεως για τη μερική απασχόληση, η οποία λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι από την έναρξη ισχύος του ν. 2639/1998 (2.9.1998, βάσει του άρθρου 30 του νόμου αυτού), η παράλειψη του εργοδότη να γνωστοποιήσει εμπροθέσμως στην Επιθεώρηση Εργασίας την κατάρτιση με το μισθωτό έγγραφης συμβάσεως μερικής απασχολήσεως ή να υποβάλει εμπροθέσμως σ’ αυτήν κατάσταση για τις έγγραφες συμβάσεις μερικής απασχολήσεως που είχαν καταρτιστεί πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου ιδρύει τεκμήριο σε βάρος του εργοδότη ότι η σχετική σύμβαση εργασίας καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση. Το τεκμήριο όμως αυτό είναι μαχητό, εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο στο νόμο, και, συνεπώς, ανατρέπεται, εάν αποδειχθεί ότι οι συμβάσεις αυτές αφορούσαν πράγματι μερική και όχι πλήρη απασχόληση (ΣτΕ 2259/2012 7μ.).
8. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Κατά τον επιτόπιο έλεγχο που διενήργησαν υπάλληλοι του ΙΚΑ Μυτιλήνης στις 28.5.2001 στην επιχείρηση της αναιρεσίβλητης εταιρείας, η οποία διατηρεί επιχείρηση εμφιαλώσεως αεριούχων ποτών στη Μυτιλήνη, διαπιστώθηκε ότι οι εργαζόμενες σ’ αυτή Μακρή Ζωγραφιά, Βακλά Αλεξάνδρα, Καμαριανού Δέσποινα και Φλώρου Ελευθερία είχαν ασφαλιστεί για το χρονικό διάστημα από 1.6.2000 έως 31.3.2001 για 85 ημέρες εργασίας και η Παναγιώτου Μαρία για 84 ημέρες εργασίας για το ίδιο χρονικό διάστημα, δηλαδή για μερική απασχόληση, χωρίς να τηρηθούν οι προβλεπόμενες από το ν. 2639/1998 υποχρεώσεις που αφορούν τη μερική απασχόληση των εργαζομένων. Κατόπιν αυτού εκδόθηκε σε βάρος αυτής η 11012/2001 ΠΕΕ, ύψους 3.849.800 δραχμών, για τη συμπληρωματική ασφαλιστική τακτοποίηση των ως άνω εργαζομένων (για 165 ημέρες εργασίας για τις τέσσερις πρώτες εργαζόμενες και 166 ημέρες εργασίας για την πέμπτη) καθώς και η 615/2001 ΠΕΠΕΕ, ύψους 1.154.940 δραχμών, για ανακριβή τήρηση των στοιχείων των ως άνω εργαζομένων. Κατά των πράξεων αυτών η αναιρεσίβλητη εταιρεία άσκησε ένσταση ενώπιον της αρμόδιας ΤΔΕ, ισχυριζόμενη ότι με τις ως άνω εργαζόμενες είχε συνάψει συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου με ειδική συμφωνία ότι η παροχή εργασίας θα γίνεται κατά τις ημέρες και μόνο που το εργοστάσιο θα έχει πρώτη ύλη για παραγωγή προϊόντων, ότι μετά από ερώτημα που υπέβαλε η Περιφερειακή Διεύθυνση Κοινωνικής Επιθεώρησης Βορείου Αιγαίου προς το Υπουργείο Εργασίας, σχετικά με τις προαναφερόμενες συμβάσεις που κατάρτισε, αυτό, με το 21678/16.6.2001 έγγραφο του, απάντησε ότι επιτρέπεται η ειδική συμφωνία που περιέλαβε στις εν λόγω συμβάσεις περί παροχής εργασίας μόνο εφόσον υπάρχει πρώτη ύλη και ότι μία μέρα τουλάχιστον πριν την εργασία οφείλει να ενημερώνει με FAX την Κοινωνική Επιθεώρηση Εργασίας για την απασχόληση σε συγκεκριμένες ημέρες των ανωτέρω εργαζομένων. Η ΤΔΕ, αφού έλαβε υπόψη τις συμβάσεις εργασίας, το προαναφερόμενο έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας και τα αποσταλέντα προς την Κοινωνική Επιθεώρηση Εργασίας FAX για την απασχόληση σε συγκεκριμένες ημέρες των ανωτέρω εργαζομένων, που προσκόμισε ενώπιον της η αναιρεσίβλητη, με την 193/2001 απόφασή της έκανε δεκτή την ένσταση, προσφυγή δε που άσκησε κατ’ αυτής το αναιρεσείον Ίδρυμα απορρίφθηκε με την 138/2003 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Μυτιλήνης. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι ενόψει της ιδιαιτερότητας της απασχολήσεως των συγκεκριμένων εργαζομένων δικαιολογημένα η αναιρεσίβλητη εταιρεία δεν τήρησε την απαιτούμενη από το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 διαδικασία και, συνεπώς, μη νόμιμα επιβλήθηκαν σε βάρος της οι ένδικες εισφορές καθώς και η πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών. Έφεση του αναιρεσείοντος Ιδρύματος κατά της πρωτόδικης αποφάσεως απορρίφθηκε με την 1399/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά. Ειδικότερα, το διοικητικό εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει ότι η αναιρεσίβλητη εταιρεία στις συμβάσεις εργασίας που είχε καταρτίσει με τους εργαζομένους της είχε περιλάβει ειδική συμφωνία περί παροχής εργασίας μόνο κατά τις ημέρες που υπήρχε πρώτη ύλη και ότι τις ημέρες αυτές γνωστοποιούσε με FAX στην Επιθεώρηση Εργασίας, όπως είχε ενημερωθεί ότι μπορούσε να κάνει με το προαναφερόμενο έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας, είχε δε ασφαλίσει για τις ημέρες αυτές τις ως άνω εργαζόμενες, περαιτέρω δε ότι το ΙΚΑ στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν απέδειξε με πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία την πλήρη απασχόληση αυτών, έκρινε ότι εν προκειμένω δεν αποδείχθηκε η πλήρης απασχόληση των εν λόγω εργαζομένων και, συνεπώς, μη νόμιμα επιβλήθηκαν σε βάρος της οι ένδικες εισφορές καθώς και η πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών, δεδομένου ότι η μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη ορισμένων από τις επιβαλλόμενες από το νόμο υποχρεώσεις δεν οδηγεί στην άνευ ετέρου αποδοχή του συμπεράσματος περί πλήρους απασχολήσεως του εργαζομένου, όπως ορθά είχε κρίνει και η πρωτόδικη απόφαση.
9. Επειδή, με την ως άνω κρίση του το δικάσαν δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2639/1998. Τούτο δε, διότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 7, η παράλειψη του εργοδότη να γνωστοποιήσει εμπροθέσμως στην Επιθεώρηση Εργασίας τις έγγραφες συμβάσεις μερικής απασχολήσεως με τους εργαζομένους του ή να υποβάλει εμπροθέσμως στην ίδια Επιθεώρηση κατάσταση για τις έγγραφες συμβάσεις μερικής απασχολήσεως που είχαν ήδη καταρτιστεί πριν από τις 2.9.1998 ιδρύει μαχητό τεκμήριο υπέρ της πλήρους απασχολήσεως των εργαζομένων, με συνέπεια να φέρει ο εργοδότης το βάρος αποδείξεως της μερικής απασχολήσεως των εργαζομένων του.
Συνεπώς, για τον ανωτέρω λόγο, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
Δ ιά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 1399/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση σύμφωνα με το σκεπτικό.
Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη εταιρεία τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος Ιδρύματος που ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2013 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 5ης Μαΐου 2014.
Ο Πρόεδρος του Α’ Τμήματος Η Γραμματέας του Α’ Τμήματος