Τροπολογία – Αιτιολογική Έκθεση
Μέτρα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης και την ενίσχυση της απασχόλησης: κίνητρα για τη ρύθμιση χρεών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών προς χρηματοδοτικούς φορείς και έκτακτες διαδικασίες ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων
Κατηγορία: Φορολογία Εισοδήματος
Προσθήκη – τροπολογία στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «Ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο α) της Απόφασης-Πλαίσιο 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2008, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση-Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις, οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για το σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΜΕΡΟΣ Α), β) της Απόφασης-Πλαίσιο 2008/947/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2008, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση-Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις που προβλέπουν την αναστολή εκτέλεσης της ποινής ή απόλυση υπό όρους, με σκοπό την επιτήρηση των μέτρων αναστολής και των εναλλακτικών κυρώσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΜΕΡΟΣ Β), γ) της Απόφασης-Πλαίσιο 2009/829/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με την εφαρμογή, μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στις αποφάσεις περί μέτρων επιτήρησης εναλλακτικά προς την προσωρινή κράτηση (ΜΕΡΟΣ Γ)»
Αιτιολογική Έκθεση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Άρθρο 1
Αντικείμενο – σκοπός – ορισμοί
Οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις στη χώρα μας αντιπροσωπεύουν ποσοστό περίπου 70% της απασχόλησης και 58% της προστιθέμενης αξίας της οικονομίας. Η παρατεταμένη, όμως, ύφεση είχε ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο στις επιχειρήσεις αυτές, με αποτέλεσμα να επηρεασθεί η δυνατότητα ανταπόκρισής τους προς τις υποχρεώσεις τους έναντι τραπεζικών ιδρυμάτων, του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι οι οφειλές σε καθυστέρηση προς χρηματοδοτικούς φορείς (τραπεζικά ιδρύματα κ.α.) υπερβαίνουν τα σαράντα δις ευρώ, από τα οποία 13 δις περίπου οφείλουν επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών έως 2,5 εκ. ευρώ.
Προκειμένου να δοθεί η ευκαιρία μιας νέας αρχής στις επιχειρήσεις αυτές, προκρίνεται η θέσπιση μιας σειράς έκτακτων μέτρων για την ελάφρυνση των οφειλών τους προς χρηματοδοτικούς φορείς, το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ), καθώς και η εισαγωγή ειδικών διαδικασιών για την εξυγίανση των υπερχρεωμένων αλλά βιώσιμων επιχειρήσεων. Ειδικά, η εισηγούμενη διαδικασία ρύθμισης και διαγραφής οφειλών προς χρηματοδοτικούς φορείς συνιστά τη μεγαλύτερη προσπάθεια αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού χρέους των επιχειρήσεων που έχει ποτέ επιχειρηθεί στη χώρα μας, ώστε με τον τρόπο αυτό να ανακτήσουν την αποδοτικότητα και ανταγωνιστικότητά τους προς όφελος της εθνικής οικονομίας και της απασχόλησης.
Σε αυτό το πλαίσιο, με το άρθρο 1 καθορίζονται τα μέσα της επιχειρούμενης ρύθμισης, τα οποία είναι: α) η παροχή κινήτρων προς μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες αφενός και προς χρηματοδοτικούς φορείς αφετέρου για τη ρύθμιση / διαγραφή ιδιωτικού χρέους, β) η ελάφρυνση και ο διακανονισμός χρεών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών προς το Δημόσιο και ΦΚΑ που προβαίνουν σε ρύθμιση οφειλών τους προς χρηματοδοτικούς φορείς, γ) έκτακτη διαδικασία ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων (με δεσμευτική δύναμη για το σύνολο των πιστωτών),δ) έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης και ε) η σύσταση επιτροπής παρακολούθησης και συντονισμού της υλοποίησης των θεσπιζομένων μέτρων με στόχο την ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή τους.
Η εφαρμογή των θεσπιζομένων μέτρων από τους χρηματοδοτικούς φορείς γίνεται, τέλος, εν όψει των διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας που θέσπισε η Τράπεζα της Ελλάδος για τη ρύθμιση χρεών ιδιωτών και επιχειρήσεων (Β’ 2289/2014), σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις του ν. 4224/2013 (Α’ 288). Στις διατάξεις της παρούσας ρύθμισης υπάγονται επίσης οφειλές προς υπό εκκαθάριση χρηματοδοτικούς φορείς καθώς και οφειλές εγγυημένες από το Ελληνικό Δημόσιο.
Περαιτέρω, και για τους σκοπούς της προκείμενης ρύθμισης, περιλαμβάνονται οι ορισμοί των μικρών επιχειρήσεων, των επαγγελματιών, των επιλέξιμων οφειλετών, του χρηματοδοτικού φορέα, της επιλέξιμης διαγραφής κ.α. Σύμφωνα με αυτά, ως μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες που έχουν δικαίωμα υπαγωγής στην παρούσα ρύθμιση νοούνται όσες / όσοι κατά τη χρήση που έληξε στις 31.12.2013 είχαν κύκλο εργασιών έως 2,5 εκατ. ευρώ, δεν έχουν υποβάλει αίτηση για υπαγωγή στις διατάξεις του ν.3869/2010 (Α’ 130) ή έχουν εγκύρως παραιτηθεί από αυτή, δεν έχουν παύσει τις εργασίες τους, δεν έχουν υποβάλει αίτηση υπαγωγής στον Πτωχευτικό Κώδικα και δεν έχουν καταδικαστεί – οι φορείς των επιχειρήσεων ή επαγγελματίες – για φοροδιαφυγή ή απάτη σε βάρος του Δημοσίου ή ΦΚΑ.
Ως επιλέξιμες – και συνεπαγόμενες τα αποτελέσματα της παρούσας ρύθμισης – νοούνται οι διαγραφές απαιτήσεων ως προς κεφάλαιο και τόκους, οφειλετών που την 30.06.2014 είχαν οφειλές από επιχειρηματικά δάνεια προς τις τράπεζες σε καθυστέρηση τουλάχιστον 90 ημερών (επίδικη ή ρυθμισμένη) και δεν είχαν φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα λόγω ληξιπρόθεσμων ή είχαν λόγω ρύθμισης.
Οι διαγραφές αφορούν μία ή περισσότερες πιστώσεις της τράπεζας προς τον οφειλέτη που συνολικά ανά επιλέξιμο οφειλέτη δεν υπερβαίνουν το ποσό των 500.000 ευρώ. Ισούνται δε τουλάχιστον με το 50% των συνολικών απαιτήσεων του χρηματοδοτικού ιδρύματος κατά του οφειλέτη ή, εφόσον είναι μικρότερο, το ποσό που απαιτείται έτσι ώστε μετά τη διαγραφή το υπόλοιπο της απαίτησης της τράπεζας κατά του οφειλέτη να μην υπερβαίνει το 75% της καθαρής περιουσιακής θέσης του ιδίου και των συνοφειλετών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Άρθρο 2
Ρύθμιση χρεών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών
Στο άρθρο 2 καθορίζεται η διαδικασία παροχής επιλέξιμης διαγραφής χρεών από το χρηματοδοτικό φορέα με την υποβολή αίτησης προς αυτόν και βεβαίωσης για τη συνδρομή των προϋποθέσεων που καθιστούν τον αιτούντα επιλέξιμο οφειλέτη. Ειδικότερα, στην παράγραφο 2 καθορίζεται το περιεχόμενο της εν λόγω βεβαίωσης, στην παράγραφο 4 ορίζεται ότι η παροχή επιλέξιμης διαγραφής γίνεται σύμφωνα με τα κριτήρια αξιολόγησης του χρηματοδοτικού φορέα σχετικά με την δυνατότητα του οφειλέτη να ανταπεξέλθει στις ρυθμιζόμενες υποχρεώσεις. Με την παράγραφο 5 ρυθμίζεται το δικαίωμα προσώπου που έχει ήδη υπαχθεί σε ρύθμιση χρεών προς χρηματοδοτικό φορέα, εφόσον προσκομίσει βεβαίωση ότι έχει λάβει επιλέξιμη διαγραφή, να υπάγεται σε πρόγραμμα εξυπηρέτησης της ληξιπρόθεσμης οφειλής του προς τη Φορολογική Διοίκηση ή / και σε ΦΚΑ σε 100 μηνιαίες δόσεις και να λαμβάνει πρόσθετη διαγραφή των προσαυξήσεων και προστίμων που το βαρύνουν ίση με 20%. Τη δυνατότητα αυτή έχουν επίσης οφειλέτες που έχουν ήδη υπαχθεί στη ρύθμιση των άρθρων 51 και 54 του ν.4305/2014 (Α’ 237). Σε περίπτωση μη προσήκουσας εκπλήρωσης των όρων της ρύθμισης από τον οφειλέτη, η παράγραφος 6 προβλέπει την κύρωση της αναβίωσης της παλιάς οφειλής και την ανατροπή των συνεπειών της παροχής ρύθμισης της παραγράφου 5. Περαιτέρω, με την παράγραφο 7 δίδεται το απαραίτητο νομοθετικό εξουσιοδοτικό έρεισμα, προκειμένου να ορισθεί με κοινή υπουργική απόφαση το περιεχόμενο της αίτησης και της βεβαίωσης των παραγράφων 1 και 2, καθώς επίσης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Στην παράγραφο 8 ορίζονται ως δικαιούχοι των φορολογικών ευεργετημάτων του άρθρου 19 οι χρηματοδοτικοί φορείς που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα, έχουν παράσχει επιχειρηματικά δάνεια στην Ελλάδα και παρέχουν επιλέξιμες διαγραφές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Άρθρο 3
Έκτακτη διαδικασία ρύθμισης υποχρεώσεων εμπόρων (με δεσμευτική δύναμη για το σύνολο των πιστωτών)
Με το άρθρο 3 ρυθμίζεται η υπαγωγή στην έκτακτη διαδικασία ρύθμισης υποχρεώσεων εμπόρων. Στην παράγραφο 1 ορίζεται ότι φυσικά ή νομικά πρόσωπα με πτωχευτική ικανότητα και με κέντρο κύριων συμφερόντων στην Ελλάδα μπορούν να αιτούνται τη ρύθμιση των οφειλών τους κατά το παρόν άρθρο και προσδιορίζονται οι προϋποθέσεις ύπαρξης της συναίνεσης των πιστωτών. Στην παράγραφο 2 τίθεται ως προθεσμία υπαγωγής η 31.03.2016. Με την παράγραφο 3 ορίζεται ότι η συναίνεση των πιστωτών της παραγράφου 1 πρέπει να αποτυπώνεται σε συμφωνία η οποία υποβάλλεται μαζί με την αίτηση. Στην παράγραφο 4 ορίζεται το ποιοι νοούνται ως πιστωτές για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου και ο τρόπος υπολογισμού των συναινούντων πιστωτών. Στην παράγραφο 5 ορίζεται ως αρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο το Μονομελές Πρωτοδικείο, δικάζον κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και τίθεται προθεσμία προσδιορισμού της δικασίμου εντός διμήνου από την υποβολή της αίτησης, ενώ με τις παραγράφους 6 και 7 ρυθμίζονται θέματα όπως της αναστολής εκκρεμουσών αιτήσεων κατά τον Πτωχευτικό Κώδικα και της λήψης προληπτικών μέτρων.
Άρθρο 4
Απόφαση του δικαστηρίου
Με το άρθρο 4 ρυθμίζονται δικονομικά και διαδικαστικά θέματα σχετικά με τη λήψη, την έκδοση και τη δημοσίευση της απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου καθώς επίσης και τα ένδικα μέσα και βοηθήματα κατά αυτής.
Άρθρο 5
Αποτελέσματα της αποδοχής της αίτησης
Με την παράγραφο 1 του άρθρου 5 ρυθμίζονται τα αποτελέσματα που επιφέρει η αποδοχή της αίτησης υπαγωγής στην έκτακτη διαδικασία ρύθμισης από το αρμόδιο δικαστήριο (αναστολή διωκτικών μέτρων, εξόφληση του οφειλόμενου προς τους εργαζόμενους χρέους σε δόσεις). Με την παράγραφο 2 δίδεται το δικαίωμα σε οφειλέτη με επικυρωμένη από το δικαστήριο συμφωνία ρύθμισης, να υπαχθεί σε πρόγραμμα εξυπηρέτησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του προς το Φορολογική Διοίκηση ή / και ΦΚΑ σε 100 μηνιαίες δόσεις και να λάβει πρόσθετη διαγραφή των προσαυξήσεων και προστίμων που το βαρύνουν ίση προς 20%. Με την παράγραφο 3 ρυθμίζεται η περίπτωση οφειλέτη που ενώ έχει ρυθμίσει τις οφειλές του κατά το άρθρο 3 δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΦΚΑ. Με την παράγραφο 4 ορίζεται ότι η δικαστική απόφαση του παρόντος άρθρου αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Με την παράγραφο 5 ρυθμίζεται το ύψος της αξίωσης των πιστωτών κατά των συνοφειλετών του οφειλέτη, ενώ με την παράγραφο 6 ρυθμίζονται τα δικαιώματα των ενέγγυων πιστωτών. Με την παράγραφο 7 θεσπίζονται οι κυρώσεις παραβίασης από τον οφειλέτη της συμφωνίας ρύθμισης. Τέλος, με την παράγραφο 8 ορίζεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 51 και 54 του ν.4305/2014 εφαρμόζονται συμπληρωματικά και για τις ρυθμιζόμενες κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΦΚΑ, με τη δε παράγραφο 9 εξαιρούνται της πτωχευτικής ανάκλησης, κατά την έννοια των άρθρων 41 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα, πράξεις που έλαβαν χώρα σε εκπλήρωση της συμφωνίας ρύθμισης του άρθρου 5 παρ. 3 του παρόντος νόμου.
Άρθρο 6
Χρηματοδότηση της επιχείρησης
Με το άρθρο 6 προβλέπεται ότι το προνόμιο του άρθρου 154 περ. α΄ του Πτωχευτικού Κώδικα καταλαμβάνει τις χρηματοδοτήσεις ή εισφορές αγαθών ή υπηρεσιών προς τον οφειλέτη, οι οποίες γίνονται για διάστημα ενός έτους από τη δημοσίευση της απόφασης περί υπαγωγής στην έκτακτη διαδικασία ρύθμισης (αρ.4), έως το ποσοτικό όριο που προσδιορίζεται στην υποβληθείσα συμφωνία ρύθμισης και μόνο εφόσον προσδιορίζεται τέτοιο όριο. Εξαιρούνται του ως άνω προνομίου οι χρηματοδοτήσεις ή εισφορές αγαθών ή υπηρεσιών από ιδιοκτήτες, εταίρους ή μετόχους κ.α. καθώς και οι εισφορές στο πλαίσιο αύξησης κεφαλαίου.
Άρθρο 7
Δικαίωμα αποζημίωσης πιστωτών
Με το άρθρο 7 προβλέπεται ότι οι πιστωτές, οι οποίοι δεν έχουν συνυπογράψει τη συμφωνία ρύθμισης και των οποίων οι απαιτήσεις έχουν περιοριστεί κατά την ονομαστική τους αξία, δικαιούνται να λάβουν αποζημίωση από τον οφειλέτη για την προκληθείσα σε αυτούς ζημία και προσδιορίζονται οι σχετικοί όροι και προϋποθέσεις.
Άρθρο 8
Περιορισμός αμοιβών
Με το άρθρο 8 προβλέπεται ότι οι πράξεις κατ’ εφαρμογή της συμφωνίας ρύθμισης απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος ή δικαίωμα Δημοσίου ή τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των τελών χαρτοσήμου (πλην του ΦΠΑ), ενώ ως προς τις αμοιβές για τις αυτές πράξεις ή συμβάσεις εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 134 του Πτωχευτικού Κώδικα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Άρθρο 9
Αίτηση υπαγωγής στην έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης
Με την παράγραφο 1 προσδιορίζονται οι δικαιούχοι υπαγωγής στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης. Προκειμένου περί κεφαλαιουχικών εταιριών, προβλέπεται ότι αυτές μπορούν να υπάγονται στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης του παρόντος άρθρου και εφόσον συντρέχει ως προς αυτές για δύο συνεχόμενες χρήσεις λόγος λύσης κατά το άρθρο 48 παρ. 1 κ.ν. 2190/1920 (αναλογικά εφαρμοζομένου στις λοιπές μορφές κεφαλαιουχικών εταιριών). Με την παράγραφο 2 οριοθετείται ο κύκλος των προσώπων που έχουν δικαίωμα για την υποβολή της σχετικής αίτησης, ενώ με την παράγραφο 3 καθορίζεται η έννοια των πιστωτών για τις ανάγκες του παρόντος. Με την παράγραφο 4 προβλέπεται ο τρόπος υπολογισμού του ποσοστού των αιτούντων πιστωτών, με τη δε παράγραφο 5 ορίζεται ότι για το παραδεκτό της αίτησης απαιτείται η ταυτόχρονη κατάθεση δήλωσης του προτεινομένου ως ειδικού διαχειριστή (φυσικού ή νομικού προσώπου) περί αποδοχής του σχετικού έργου.
Άρθρο 10
Ορισμός Ειδικού Διαχειριστή
Με την παράγραφο 1 προβλέπεται ότι ως ειδικός διαχειριστής μπορεί να ορίζεται νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο, όπως ορίζονται στο ν.3693/2008 (Α΄ 174) ή δικηγόρος με οικονομοτεχνικές γνώσεις ή δικηγορική εταιρία στην οποία συμμετέχει δικηγόρος με οικονομοτεχνικές γνώσεις. Ως προς τον ειδικό διαχειριστή ισχύει το άρθρο 106ι παρ.1 του Πτωχευτικού Κώδικα (παράγραφος 2). Με την παράγραφο 3 ορίζεται ο χρόνος παύσης της διαδικασίας και του λειτουργήματος του ειδικού διαχειριστή σε δώδεκα (12) μήνες από την έκδοση της οικείας δικαστικής απόφασης, καθώς και η δυνατότητα και οι προϋποθέσεις αντικατάστασης αυτού κατόπιν αίτησης όποιου έχει έννομο συμφέρον. Επίσης θεσπίζονται ρυθμίσεις για την αμοιβή του ειδικού διαχειριστή. Με την παράγραφο 4 προβλέπεται ότι ο ειδικός διαχειριστής ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια, καθώς και ότι δεν προσωποκρατείται ούτε υπέχει αστική, ποινική ή άλλη ευθύνη για χρέη της υπό ειδική διαχείριση εταιρίας.
Άρθρο 11
Εκδίκαση της αίτησης
Με την παράγραφο 1 ορίζεται ως αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης δικαστήριο το Μονομελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την έδρα του, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Με τις παραγράφους 2 έως 5 ρυθμίζονται ζητήματα αναστολής διωκτικών μέτρων και λοιπά δικονομικά θέματα.
Άρθρο 12
Απόφαση του δικαστηρίου
Με το άρθρο 12 θεσπίζονται ρυθμίσεις που αφορούν την έκδοση της σχετικής δικαστικής απόφασης, με την οποία, μεταξύ άλλων, διορίζεται ο ειδικός διαχειριστής, τις διατυπώσεις στις οποίες υποβάλλεται με επιμέλεια του οφειλέτη, καθώς και τα ένδικα μέσα ή βοηθήματα στα οποία υπόκειται.
Άρθρο 13
Συνέπειες αποδοχής της αίτησης
Με το άρθρο 13 ορίζονται οι συνέπειες αποδοχής της αίτησης (ιδίως αυτοδίκαιη αναστολή όλων των ατομικών διώξεων κατά της επιχείρησης καθ’ όλη τη διάρκεια της ειδικής διαχείρισης, περιέλευση των αρμοδιοτήτων των καταστατικών οργάνων στον ειδικό διαχειριστή, αναστολή, κατά τη διάρκεια της ειδικής διαχείρισης, της υποχρέωση έγκρισης των οικονομικών καταστάσεων από τη γενική συνέλευση των μετόχων).
Άρθρο 14
Διαδικασία ειδικής διαχείρισης-διάθεση του ενεργητικού
Με το άρθρο 14 καθορίζεται ο τρόπος διενέργειας της ειδικής διαχείρισης, καθώς και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του ειδικού διαχειριστή και ρυθμίζεται η διαδικασία διάθεσης του ενεργητικού της επιχείρησης.
Άρθρο 15
Διαδικασία ειδικής διαχείρισης – Εκδίκαση της αίτησης αποδοχής
Με το άρθρο 15 θεσπίζονται ρυθμίσεις για τη συζήτηση της αίτησης αποδοχής και την έκδοση της σχετικής απόφασης, κατά της οποίας προβλέπεται το δικαίωμα άσκησης τριτανακοπής από πρόσωπο που δεν παρέστη στη συζήτηση και δεν είχε κλητευθεί νόμιμα σε αυτήν εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευσή της.
Άρθρο 16
Διαδικασία ειδικής διαχείρισης – Μεταβίβαση του ενεργητικού
Με το άρθρο 16 καθορίζεται η διαδικασία μεταβίβασης του ενεργητικού της επιχείρησης μετά τη δημοσίευση θετικής απόφασης, για την οποία δεν εφαρμόζεται το άρθρο 479 ΑΚ. Προβλέπεται, επίσης, ότι οι πράξεις για την πραγματοποίηση της μεταβίβασης απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος ή δικαίωμα Δημοσίου ή τρίτων, καθώς και τελών χαρτοσήμου (πλην του Φ.Π.Α.) και εξαιρούνται της πτωχευτικής ανάκλησης.
Άρθρο 17
Περάτωση της διαδικασίας ειδικής διαχείρισης
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 θεωρείται ότι περατώθηκε η διαδικασία, εφόσον παρέλθει η προθεσμία της παραγράφου 4 του άρθρου 9 χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η μεταβίβαση τουλάχιστον του 90% του συνόλου του ενεργητικού της εταιρίας (ως λογιστική αξία) και η επακόλουθη υποχρέωση του ειδικού διαχειριστή να υποβάλει αίτηση πτώχευσης του οφειλέτη. Στην ίδια παράγραφο προβλέπονται και οι εξαιρέσεις, η συνδρομή των οποίων οδηγεί σε αυτοδίκαια παράταση της ειδικής διαχείρισης.
Στην παράγραφο 2 και υπό τις τιθέμενες σε αυτό προϋποθέσεις (μεταβίβαση τουλάχιστον του 90% του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης, εκτίμηση περί επάρκειας του προϊόντος ρευστοποίησης για την πλήρη ικανοποίηση όλων των πιστωτών) προβλέπεται ότι ο διαχειριστής υποβάλλει αίτημα στο αρμόδιο δικαστήριο το οποίο δύναται να παρατείνει τον διορισμό του με αποκλειστικό αντικείμενο την διάθεση του προϊόντος ρευστοποίησης προς τους δικαιούχους. Σε περίπτωση πλήρους ικανοποίησης του συνόλου των πιστωτών, τα εταιρικά όργανα ή ο ιδιοκτήτης, κατά περίπτωση, ανακτούν την διοίκηση του φορέα της επιχείρησης, ενώ σε αντίθετη περίπτωση, ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης του οφειλέτη. Σε περίπτωση που εκκρεμεί αίτηση πτώχευσης προχωρά η εξέταση της.
Στην παράγραφο 3 ορίζεται ότι σε περίπτωση κήρυξης του φορέα της επιχείρησης σε πτώχευση, εάν εκκρεμεί η διάθεση προϊόντος διάθεσης μέρους του ενεργητικού της επιχείρησης στους πιστωτές, ο ειδικός διαχειριστής διατηρεί τον έλεγχο του ανωτέρω υπολοίπου και την ευθύνη διανομής του στους δικαιούχους σύμφωνα με το άρθρο 18 του παρόντος και η διανομή αυτή δεν υπόκειται σε πτωχευτική ανάκληση.
Άρθρο 18
Διενέργεια ειδικής διαχείρισης-διανομή προς πιστωτές
Στην παράγραφο 1 προβλέπεται η υποχρέωση του ειδικού διαχειριστή να δημοσιοποιήσει πρόσκληση αναγγελίας απαιτήσεων των πιστωτών σε σύντομο χρόνο μετά την ολική ή τμηματική μεταβίβαση του ενεργητικού της επιχείρησης.
Στην παράγραφο 2 ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τη σύνταξη πίνακα κατάταξης κατά τις διατάξεις των άρθρων 153-161 του Πτωχευτικού Κώδικα, που εφαρμόζονται αναλογικά, και την αρμοδιότητα εκδίκασης ανακοπών κατ’ αυτού.
Στην παράγραφο 3 ορίζεται ότι η διανομή προς πιστωτές γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κ.Πολ.Δ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Άρθρο 19
Λοιπές φορολογικές διατάξεις
Με το άρθρο 19 τροποποιείται και συμπληρώνεται το άρθρο 27 του 4172/2013 (Α’ 167), προκειμένου να συμπεριλάβει και την περίπτωση της χρεωστικής διαφοράς (οριστικής ζημίας) λόγω πιστωτικού κινδύνου, η οποία προκύπτει για τους πιστωτές από τη διαγραφή χρεών οφειλετών τους.
Επίσης ορίζεται η «χρεωστική διαφορά» για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, ενώ, τέλος, προβλέπεται ο αντιλογισμός της πρόσθετης ειδικής πρόβλεψης κατά τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 26 του ν. 4172/2013, που τυχόν έχει σχηματίσει και εκπέσει από τα ακαθάριστα έσοδά του ο πιστωτής για το χρέος που διαγράφεται. Η εν λόγω πρόβλεψη αντιλογίζεται σε πίστωση των αποτελεσμάτων του φορολογικού έτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η διαγραφή και αποτελεί για τον πιστωτή φορολογητέο κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Άρθρο 20
Λοιπές διατάξεις
Στην παράγραφο 1 προβλέπεται η έκδοση κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικής Ασφάλισης για τη σύσταση επιτροπής με αρμοδιότητες την παρακολούθηση της εφαρμογής των μέτρων του παρόντος νόμου, το συντονισμό και υποστήριξη των συμμετεχόντων φορέων και αρχών, τη συλλογή και επεξεργασία στατιστικών και άλλων στοιχείων ως προς την εφαρμογή τους και τις οικονομικές και άλλες επιπτώσεις, την υποβολή εισηγήσεων και προτάσεων προς τους ανωτέρω Υπουργούς, την Τράπεζα της Ελλάδος και άλλα εποπτικά όργανα. Με την ίδια απόφαση ρυθμίζεται επίσης κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για τη λειτουργία της επιτροπής αυτής και την εκπλήρωση του σκοπού της.
Στην παράγραφο 2 ορίζεται ότι η διαγραφή ή / και ρύθμιση υπολοίπου δανείου, το οποίο τελεί υπό την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου, και συντελείται εντός του πλαισίου της διαδικασίας των προηγούμενων άρθρων, δεν επηρεάζει κατά τα λοιπά την ισχύ της παρασχεθείσας εγγύησης από το ελληνικό δημόσιο. Τέλος, στην παράγραφο 3 προβλέπεται ότι η περίπτωση η’ (απόκτηση κινητών αξιών που αποτελεί μέρος εξυγίανσης της εταιρείας σύμφωνα με το έκτο κεφάλαιο του Πτωχευτικού Κώδικα) του άρθρου 8 του ν. 3461/2006 (Α’ 106), όπως τροποποιήθηκε με το αρ. 13 § 7 του ν. 4013/2011 (Α’ 204), εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση επικύρωσης συμφωνιών ρύθμισης κατά το τρίτο κεφάλαιο του παρόντος νόμου.
Άρθρο 21
Τροποποίηση καταστατικού της Ε.Τ.Ε.ΑΝ. Α.Ε.
Με την παρ.1 συμπληρώνεται ο καταστατικός σκοπός της «ΕΘΝΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Α.Ε.» (Ε.Τ.Ε.ΑΝ. Α.Ε.), προκειμένου να συμπεριληφθεί σε αυτόν η δυνατότητα σύναψης ομολογιακού δανείου με το “IfG – Greek SME Finance SA” (αριθμός μητρώου B 186984) ή άλλα νομικά πρόσωπα ειδικού σκοπού, με πόρους που προέρχονται από το εθνικό σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και με στόχο τη διοχέτευση κεφαλαίων προς τις ελληνικές πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), όπως αυτές ορίζονται από τη Σύσταση της Ε.Ε. 2003/361/ΕΚ, ως εκάστοτε ισχύει, τη μείωση του κόστους δανεισμού τους, την ενδυνάμωση της ανταγωνιστικότητάς τους και, εν γένει, της απασχόλησης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 του ν. 4224/2013 (Α 288).
Με την παράγραφο 2 τροποποιείται το άρθρο 6 του καταστατικού της Ε.Τ.Ε.ΑΝ. Α.Ε. (αρ.2ο ν. 3912/2011), προκειμένου να συμπεριλάβει την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου κατά εκατό εκατομμύρια (100.000.000,00) ευρώ που γίνεται με την παράγραφο 2 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου, όπως αυτή τροποποιεί την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ν. 4224/2013.
Άρθρο 23
Απορρόφηση νομικών προσώπων από το Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο
Με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 συμπληρώνεται το υφιστάμενο πλαίσιο για την απορρόφηση των υποκεφαλαίων που συστήνονται ως διακριτές νομικές οντότητες και, μετά τη σύσταση του Ταμείου του άρθρου 3 του ν. 4224/2013, απορροφώνται από αυτό. Με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 εισάγεται η δυνατότητα απορρόφησης του “IfG – Greek SME Finance SA” και τυχόν άλλων νομικών προσώπων ειδικού σκοπού, ως υποκεφαλαίων του Ταμείου του άρθρου 3 του ν. 4224/2013.
Με την παράγραφο 2 αυξάνεται εκ του νόμου το μετοχικό κεφάλαιο της Ε.Τ.Ε.ΑΝ. Α.Ε. κατά εκατό εκατομμύρια (100.000.000,00) ευρώ, τα οποία καταβάλλονται σε μετρητά από πόρους που προέρχονται από το εθνικό σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων με σκοπό τη χρηματοδότηση της ανώνυμης εταιρείας “IfG – Greek SME Finance S.A.” και τη συνακόλουθη χρηματοδότηση των ελληνικών ΜΜΕ.
Με την παράγραφο 3 και για το σκοπό της μετακύλισης του οφέλους στις δανειοδοτούμενες ΜΜΕ μέσω της μείωσης του τελικού κόστους επιτοκίου δανεισμού, εισάγονται οι ακόλουθες απαλλαγές που αφορούν:
α) Την εισφορά του ν. 128/1975 (Α 178) που επιβάλλεται στα δάνεια που χορηγούν πιστωτικά ιδρύματα λειτουργούντα στην Ελλάδα προς τις ελληνικές ΜΜΕ.
β) τη φορολογία εισοδήματος που προκύπτει από τους τόκους σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4172/2013 (Α 167), την εισφορά του ν. 128/1975 αλλά και το τέλος χαρτοσήμου του π.δ. 28/1931 (Α 239), για τα δάνεια που χορηγεί το “IfG – Greek SME Finance SA” σε πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα με τελικούς αποδέκτες τις ελληνικές ΜΜΕ. Οι παραπάνω απαλλαγές ισχύουν ανεξάρτητα από το εάν η προέλευση των χρημάτων που δανείζει το “IfG – Greek SME Finance SA” στα πιστωτικά ιδρύματα είναι από την Ε.Τ.Ε.ΑΝ. Α.Ε. ή από αλλοδαπό Δημόσιο ή οντότητα συνδεόμενη με αλλοδαπό Δημόσιο, από διεθνή οργανισμό ή από άλλη οντότητα, σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως της νομικής μορφής, που βάσει διεθνούς ή διμερούς συμφωνίας, ή των νομοθετικών, κανονιστικών, καταστατικών και λοιπών διατάξεων που τα ή τις διέπουν, απολαύουν φορολογικών προνομίων, από κοινωφελές ίδρυμα ή μη κερδοσκοπικό οργανισμό.
«Μέτρα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης και την ενίσχυση της απασχόλησης: κίνητρα για τη ρύθμιση χρεών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών προς χρηματοδοτικούς φορείς και έκτακτες διαδικασίες ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Άρθρο 1
Αντικείμενο – σκοπός – ορισμοί
1. Με τον παρόντα νόμο θεσπίζονται έκτακτα προσωρινά μέτρα για την ελάφρυνση του ιδιωτικού χρέους, ειδικότερα οφειλών βιώσιμων μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών προς χρηματοδοτικούς φορείς, το Δημόσιο και φορείς κοινωνικής ασφάλισης (ΦΚΑ), καθώς και έκτακτες διαδικασίες για την εξυγίανση ή εκκαθάριση εν λειτουργία υπερχρεωμένων αλλά βιώσιμων επιχειρήσεων. Ειδικότερα, θεσπίζονται:
α) η παροχή κινήτρων προς μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες αφενός και προς χρηματοδοτικούς φορείς αφετέρου για τη ρύθμιση / διαγραφή ιδιωτικού χρέους,
β) η ελάφρυνση και ο διακανονισμός χρεών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών προς το Δημόσιο και ΦΚΑ που προβαίνουν σε ρύθμιση οφειλών τους προς χρηματοδοτικούς φορείς,
γ) έκτακτη διαδικασία ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων (με δεσμευτική δύναμη για το σύνολο των πιστωτών),
δ) έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης και
ε) η σύσταση επιτροπής παρακολούθησης και συντονισμού της υλοποίησης των θεσπιζομένων μέτρων με στόχο την ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή τους. Η εφαρμογή των θεσπιζομένων μέτρων από τους χρηματοδοτικούς φορείς γίνεται εν όψει των διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας που θέσπισε η Τράπεζα της Ελλάδος για τη ρύθμιση χρεών ιδιωτών και επιχειρήσεων (Β’ 2289/2014) σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις του ν. 4224/2013 (Α’ 288). Στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται και οφειλές εγγυημένες από το Ελληνικό Δημόσιο.
2. Για τις ανάγκες του παρόντος νόμου:
α. ως «μικρές επιχειρήσεις» νοούνται επιχειρήσεις που κατά την χρήση που έληξε την 31η Δεκεμβρίου 2013 είχαν κύκλο εργασιών έως Ευρώ 2.500.000,
β. ως «επαγγελματίες» νοούνται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αναπτύσσουν επαγγελματική δραστηριότητα, η άσκηση της οποίας προϋποθέτει την εγγραφή του προσώπου σε ειδικό μητρώο, και που κατά την χρήση που έληξε την 31η Δεκεμβρίου 2013 είχαν κύκλο εργασιών μέχρι Ευρώ 2.500.000,
γ. ως «επιλέξιμοι οφειλέτες» νοούνται μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες, που πληρούν σωρευτικώς τις ακόλουθες προϋποθέσεις και υποβάλουν αίτηση το αργότερο μέχρι 31 Μαρτίου 2015:
1) δεν έχουν υποβάλει αίτηση για υπαγωγή στις διατάξεις του Ν.3869/2010 (Α’ 130) ή έχουν εγκύρως παραιτηθεί από αυτήν μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως του παρόντος άρθρου
2) δεν έχουν λυθεί ούτε παύσει τις εργασίες τους και, εφόσον έχουν πτωχευτική ικανότητα, δεν έχει υποβληθεί αίτηση υπαγωγής τους σε οποιαδήποτε από τις διαδικασίες του Πτωχευτικού Κώδικα (ν.3588/2007, Α’ 153) ή έχει υπάρξει έγκυρη παραίτηση από σχετική αίτηση μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως του παρόντος άρθρου, και
3) δεν έχουν καταδικαστεί οι ίδιοι οι επαγγελματίες ή οι φορείς της επιχείρησης και στην περίπτωση των νομικών προσώπων οι πρόεδροι, οι διευθύνοντες σύμβουλοι, οι διαχειριστές, οι εταίροι και κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διαχείριση αυτών με οριστική απόφαση για φοροδιαφυγή κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 17, 18 και 19 του ν. 2523/1997 (Α’ 179) ή για λαθρεμπορία ή για απάτη σε βάρος του Δημοσίου ή ΦΚΑ,
δ. ως «συνοφειλέτης» νοείται κάθε πρόσωπο που ευθύνεται αλληλεγγύως εκ του νόμου ή ως αποτέλεσμα δικαιοπραξίας, για την εξόφληση μέρους ή του συνόλου των οφειλών οφειλέτη προς χρηματοδοτικό φορέα συμπεριλαμβανομένου και κάθε εγγυητή ως προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από την εγγύηση,
ε. ως «καθαρή περιουσιακή θέση» νοείται η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων οφειλέτη και τυχόν συνοφειλετών του, μείον το σύνολο των υποχρεώσεων του οφειλέτη και τυχόν συνοφειλετών του. Εφόσον ο οφειλέτης και τυχόν συνοφειλέτης ή συνοφειλέτες ενέχονται για την ίδια απαίτηση, αυτή υπολογίζεται άπαξ. Από τον υπολογισμό των οφειλών εξαιρούνται οι οφειλές προς πρόεδρους, διευθύνοντες συμβούλους, διευθυντές, διαχειριστές, εταίρους, πρόσωπα εντεταλμένα είτε από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε βάσει δικαστικής απόφασης στην εκπροσώπηση και διαχείριση της επιχείρησης καθώς και τους συζύγους και τους συγγενείς αυτών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τον τρίτο βαθμό των ανωτέρω προσώπων ή του ιδίου του επαγγελματία. Επίσης εξαιρούνται οι οφειλές προς συνδεδεμένες επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 42ε του ν. 2190/1920.
στ. ως «χρηματοδοτικός φορέας» νοείται κάθε πιστωτικό ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένων και των υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και κάθε εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης και κάθε εταιρία πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εφόσον τελεί υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος.
ζ. Ως «επιλέξιμες διαγραφές» νοούνται οι διαγραφές απαιτήσεων ως προς κεφάλαιο και τόκους κατά επιλέξιμων οφειλετών, εφόσον
1) τα πρόσωπα αυτά την 30η Ιουνίου 2014 είχαν προς χρηματοδοτικό φορέα οφειλή από επιχειρηματικό δάνειο σε καθυστέρηση τουλάχιστον 90 ημερών ή επίδικη ή ρυθμισμένη. και
i. δεν είχαν ενημερότητα λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση ή είχαν ενημερότητα λόγω ρύθμισης, ή
ii. δεν είχαν ασφαλιστική ενημερότητα λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών προς ΦΚΑ ή είχαν ενημερότητα λόγω ρύθμισης, και
2) οι διαγραφές αφορούν μία ή περισσότερες επιχειρηματικές πιστώσεις του χρηματοδοτικού φορέα προς τον οφειλέτη και συνολικά ανά επιλέξιμο οφειλέτη αυτές δεν υπερβαίνουν το ποσό των Ευρώ 500.000, οι οποίες ισούνται τουλάχιστον προς :
i. το 50% των συνολικών απαιτήσεων του χρηματοδοτικού φορέα κατά του οφειλέτη, όπως αποτυπώνονται στα βιβλία του φορέα την ημερομηνία έγκρισης από τον χρηματοδοτικό φορέα της διαγραφής ή, εφόσον είναι μικρότερο,
ii. το ποσό που απαιτείται έτσι ώστε μετά την διαγραφή το υπόλοιπο της απαίτησης του χρηματοδοτικού φορέα κατά του οφειλέτη να μην υπερβαίνει το 75% της καθαρής περιουσιακής θέσης του οφειλέτη και των συνοφειλετών του σύμφωνα με τη βεβαίωση της παραγράφου 2 του άρθρου 2 (λαμβανομένης υπόψη ως προς τον υπολογισμό της καθαρής θέσης και της διαγραφείσας απαίτησης του χρηματοδοτικού φορέα), και
3. περιλαμβάνουν τον περιορισμό των απαιτήσεων του χρηματοδοτικού φορέα κατά των συνοφειλετών στο ίδιο ύψος με την απαίτησή του κατά του οφειλέτη, ενώ οι υφιστάμενες ασφάλειες διατηρούνται για την εξασφάλιση της απαίτησής του κατά του οφειλέτη όπως αυτή διαμορφώνεται μετά την διαγραφή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Άρθρο 2
Ρύθμιση χρεών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών
1. Για την παροχή επιλέξιμης διαγραφής από χρηματοδοτικό φορέα απαιτείται η υποβολή αίτησης ρύθμισης των υποχρεώσεών του και βεβαίωση με το περιεχόμενο που προσδιορίζεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.
2. Η βεβαίωση που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 1:
α. βεβαιώνει την συνδρομή των προϋποθέσεων που τον καθιστούν επιλέξιμο οφειλέτη,
β. αποτυπώνει τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που απαιτούνται για τον προσδιορισμό της καθαρής περιουσιακής θέσης,
γ. προσδιορίζει την τρέχουσα αξία των περιουσιακών στοιχείων. Ως αξία των δηλουμένων ακινήτων λαμβάνεται κατ’ ελάχιστον σε κάθε περίπτωση η αντικειμενική αξία ή οποιαδήποτε άλλη αξία που τίθεται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες φορολογικές διατάξεις, όπως αυτή που λαμβάνεται υπ’ όψιν για τον υπολογισμό του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ν. 4223/2013),
δ. περιλαμβάνει πλήρη στοιχεία κάθε επιχείρησης με έναρξη λειτουργίας μεταγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 2010, την οποία ασκεί συγγενής πρώτου βαθμού ή σύζυγος του οφειλέτη (επί νομικών προσώπων ελέγχεται η σχέση με τον ομόρρυθμο εταίρο ή τον ελέγχοντα εταίρο, μεριδιούχο ή μέτοχο, κατά περίπτωση) ή ομόρρυθμος εταίρος ή ελέγχων εταίρος, ελέγχων μεριδιούχος ή ελέγχων μέτοχος ή συγγενής πρώτου βαθμού ή σύζυγος των παραπάνω προσώπων, καθώς και πλήρη στοιχεία ακινήτων που τυχόν μεταβιβάστηκαν από τον οφειλέτη ή τους συνοφειλέτες από την 1η Ιανουαρίου 2010 και εφεξής,
ε. παρέχει άδεια για κοινοποίηση των δεδομένων του ( των περιλαμβανομένων την βεβαίωση όσο και άλλων δεδομένων του στην κατοχή του χρηματοδοτικού φορέα) στη Φορολογική Διοίκηση και τα ασφαλιστικά ταμεία, και
στ. υπογράφεται από τον οφειλέτη και κάθε τυχόν συνοφειλέτη.
3. Η βεβαίωση αυτή επέχει τη θέση βεβαιωτικού όρκου, κατά την έννοια του άρθρου 861 του Κ.Πολ.Δ. Σε περίπτωση ψευδορκίας, επιβάλλεται η προβλεπόμενη ποινή και πρόσθετη χρηματική ποινή ίση προς το τριπλάσιο των συνολικών διαγραφών που έλαβε ο οφειλέτης από τον χρηματοδοτικό φορέα, τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΦΚΑ ως συνέπεια της επιλέξιμης ρύθμισης.
4. Ο χρηματοδοτικός φορέας παρέχει την αιτούμενη ρύθμιση ή / και διαγραφή κατά τη διακριτική του ευχέρεια, σύμφωνα με κριτήρια το οποία επιλέγει για την αξιολόγηση της ικανότητας του αιτούμενου την ρύθμιση ή/και διαγραφή να αντεπεξέλθει στις ρυθμισθείσες υποχρεώσεις. Σε άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, ο χρηματοδοτικός φορέας μπορεί να παράσχει ρύθμιση ή / και διαγραφή υπό διαφορετικούς όρους από τους περιλαμβανόμενους στην αίτηση ή και να αρνηθεί συνολικά τη ρύθμιση ή / και διαγραφή. Σε περίπτωση διαγραφής πίστωσης που έχει εγγυηθεί το Ελληνικό Δημόσιο, περιορίζεται αναλογικά και η παρασχεθείσα εγγύηση.
5. Φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προσκομίσει στη Φορολογική Διοίκηση ή/και στους ΦΚΑ βεβαίωση χρηματοδοτικού φορέα ότι έχει υπαχθεί σε ρύθμιση κατά την έννοια της προηγούμενης παραγράφου, δικαιούται να υπαχθεί στο πρόγραμμα εξυπηρέτησης της ληξιπρόθεσμης οφειλής του στη Φορολογική Διοίκηση ή/και στους ΦΚΑ, που προβλέπεται στα άρθρα 51 και 54 του ν. 4305/2014 (Α’ 237), μέχρι 100 μηνιαίες δόσεις, λαμβάνοντας πρόσθετη διαγραφή προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 20%, πέραν των προβλεπομένων στα ανωτέρω άρθρα, ανάλογα με τον αριθμό των δόσεων. Τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις οφειλετών που κατά το χρόνο προσκόμισης της βεβαίωσης του χρηματοδοτικού φορέα έχουν ήδη υπαχθεί στη ρύθμιση των άρθρων 51 και 54 του ν. 4305/2014 και τηρούν τις υποχρεώσεις που αυτή συνεπάγεται. Η εφαρμογή του παρόντος σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται την, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, επιστροφή ήδη καταβληθέντων χρηματικών ποσών προς τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΦΚΑ, λόγω της μείωσης προσαυξήσεων και προστίμων.
6. Η μη προσήκουσα εκπλήρωση από τον οφειλέτη των όρων ρύθμισης, σύμφωνα με το παρόν άρθρο και τα άρθρα 51 και 54 του ν. 4305/2014 για χρονικό διάστημα αθροιστικά μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών ως προς οποιαδήποτε από τις ρυθμισθείσες υποχρεώσεις, προκαλεί αυτοδικαίως την αναβίωση των ρυθμισθεισών υποχρεώσεών του σύμφωνα με τους όρους του παρόντος άρθρου και την αναδρομική αναβίωση του συνόλου των προς όλους διαγραφεισών υποχρεώσεων, προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής, τα οποία καθίστανται στο σύνολό τους άμεσα απαιτητά και ληξιπρόθεσμα. Οι διατάξεις των άρθρων 51 και 54 του ν. 4305/2014, εφαρμόζονται συμπληρωματικά και για τις ρυθμιζόμενες κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΦΚΑ.. Σε περίπτωση αναβίωσης οφειλών εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο, αυτό ευθύνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις οικείες υπουργικές αποφάσεις βάση των οποίων είχε χορηγηθεί η εγγύηση του.
7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας ορίζεται η ειδικότερη μορφή και το περιεχόμενο της αίτησης της παραγράφου 1 και της βεβαίωσης της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, της βεβαίωσης της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, καθώς και το περιεχόμενο και η διαδικασία ενημέρωσης και ανταλλαγής πληροφοριών ως προς οφειλέτες που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση απαιτήσεων προς χρηματοδοτικούς φορείς, Φορολογική Διοίκηση και ΦΚΑ, των οποίων οι απαιτήσεις ρυθμίζονται σύμφωνα με το παρόν, καθώς και κάθε άλλο ειδικό θέμα ή αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά την υλοποίηση των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
8. Τα φορολογικά ευεργετήματα του άρθρου 19 του παρόντος νόμου παρέχονται αποκλειστικά σε χρηματοδοτικούς φορείς που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα, έχουν παράσχει επιχειρηματικά δάνεια στην Ελλάδα και παρέχουν επιλέξιμες διαγραφές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Έκτακτη διαδικασία ρύθμισης υποχρεώσεων εμπόρων (με δεσμευτική δύναμη για το σύνολο των πιστωτών)
Άρθρο 3
Υπαγωγή στην έκτακτη διαδικασία ρύθμισης υποχρεώσεων εμπόρων (με δεσμευτική δύναμη για το σύνολο των πιστωτών)
1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007), το οποίο έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των οφειλετών του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, δύναται να αιτείται τη ρύθμιση των υποχρεώσεών του κατά το παρόν άρθρο, εφόσον στη ρύθμιση αυτή συναινούν πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον 50,1% του συνόλου των απαιτήσεων, στο οποίο περιλαμβάνεται τουλάχιστον 50,1% των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με άλλης μορφής εξασφαλιστική συμφωνία την 30η Ιουνίου 2014 ως προς περιουσιακό στοιχείο, ήτοι ενέχυρο απαίτησης, εξασφαλιστική εκχώρηση απαίτησης, πλασματικό ενέχυρο ή προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον δύο χρηματοδοτικών φορέων, των οποίων οι απαιτήσεις κατά του οφειλέτη αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον ποσοστό 20% των συνολικών του υποχρεώσεων (όπως αυτές προσδιορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου).
2. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να αιτούνται την υπαγωγή στις διαδικασίες του παρόντος νόμου μέχρι τις 31.3.2016.
3. Η συναίνεση των πιστωτών κατά την παρ. 1 αποτυπώνεται σε συμφωνία ρύθμισης, η οποία υποβάλλεται μαζί με την αίτηση του οφειλέτη. H συμφωνία ρύθμισης δύναται να προβλέπει μέτρα για την αναδιάρθρωση του δανεισμού, όπως μείωση απαιτήσεων, παράταση του χρόνου αποπληρωμής αυτών, μετοχοποίηση των απαιτήσεων ή κάθε άλλο πρόσφορο μέσο. Σε περίπτωση που η συμφωνία περιλαμβάνει αναδιάρθρωση ή μείωση πίστωσης που έχει εγγυηθεί το Ελληνικό Δημόσιο περιορίζεται αναλογικά και η παρασχεθείσα εγγύηση Δεν επιτρέπεται η με οποιοδήποτε τρόπο η πρόβλεψη στην συμφωνία μείωσης ή αναδιάρθρωσης των απαιτήσεων πιστωτών που ρυθμίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 περ. γ ή το άρθρο 5 παράγραφος 2, και εφόσον κατά παράβαση των ανωτέρω υφίσταται παρόμοια πρόβλεψη δεν παράγει οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα.
4. Για τις ανάγκες του παρόντος ως πιστωτές νοούνται τα πρόσωπα των οποίων οι απαιτήσεις κατά του οφειλέτη περιλαμβάνονται στην αποτύπωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη κατά την έννοια του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου (π.δ. 1123/1980) ή σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, προκειμένου για επιχειρήσεις που καταρτίζουν οικονομικές καταστάσεις τους, υποχρεωτικά ή προαιρετικά, σύμφωνα με αυτά, ενώ περιλαμβάνονται επίσης οι απαιτήσεις από χρηματοδοτικές μισθώσεις που οφείλονται συμβατικά από τον χρόνο αναφοράς της παραγράφου 5 μέχρι την συμβατική ημερομηνία λήξης των συμβάσεων εφόσον σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες λογιστικές αρχές δεν αποτυπώνονται στις πιο πάνω οικονομικές καταστάσεις. Κοινοπρακτούντες και ομολογιούχοι πιστωτές συμμετέχουν στον σχηματισμό του ποσοστού συναίνεσης σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας. Για το σχηματισμό των ποσοστών δεν συνυπολογίζονται οι πιστωτές των οποίων η απαίτηση ρυθμίζεται αυτομάτως με την αποδοχή της αίτησης βάσει του άρθρου 5 παρ. 3 και οι πιστωτές που είναι πρόεδροι, διευθύνοντες σύμβουλοι, διευθυντές, διαχειριστές, εταίροι, πρόσωπα εντεταλμένα είτε από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε βάσει δικαστικής απόφασης στην εκπροσώπηση και διαχείριση της επιχείρησης καθώς και σύζυγοι και συγγενείς αυτών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τον τρίτο βαθμό των ανωτέρω προσώπων ή του ιδίου του οφειλέτη καθώς και πρόσωπα συνδεδεμένα με τον οφειλέτη κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920. Ο υπολογισμός του ποσοστού των συναινούντων πιστωτών γίνεται με βάση κατάσταση πιστωτών που συντάσσεται από κάτοχο άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α’ ή Β’ Τάξεως του Ν. 2515/1997 ή ορκωτό ελεγκτή, επισυνάπτεται στη συμφωνία ρύθμισης, με ποινή απαραδέκτου, αναφέρεται σε ημερομηνία που δεν απέχει χρονικά προθεσμίας μεγαλύτερης των τριών (3) μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης της παραγράφου 1 στο δικαστήριο και περιλαμβάνει βεβαίωση του συντάκτη ότι συντρέχει η προϋπόθεση της πλειοψηφίας της παρ. 1.
5. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την έδρα του, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο. Για τη συζήτηση της αίτησης ορίζεται δικάσιμος εντός διμήνου από την υποβολή της. Στην περίπτωση νομικών προσώπων, η αίτηση υποβάλλεται από το όργανο διοίκησης ή τον εξουσιοδοτημένο από αυτό εκπρόσωπο τους. Ο αρμόδιος δικαστής δύναται να διατάσσει κατά το άρθρο 748 παράγραφος 3 Κ.Πολ.Δ. την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη, ορίζοντας ταυτόχρονα και την προθεσμία της κλήτευσης, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκαπέντε (15) ημερών καθώς και την καταχώρηση της στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.). Η άσκηση παρέμβασης από τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου και οποιοδήποτε άλλο πιστωτή γίνεται με κατάθεση προτάσεων στο ακροατήριο και χωρίς την τήρηση προδικασίας κατά την ορισθείσα δικάσιμο. Η άσκηση παρέμβασης με κατάθεση δικογράφου σε διαφορετική δικάσιμο δεν αποτελεί λόγο αναβολής της συζήτησης της αίτησης κατά την προσδιορισθείσα δικάσιμο.
6. Η υποβολή της αίτησης έχει ως συνέπεια την αναστολή τυχόν εκκρεμουσών αιτήσεων υπαγωγής σε καθεστώς εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 100 του Πτωχευτικού Κώδικα, ή εκκρεμουσών αιτήσεων ειδικής εκκαθάρισης ή κήρυξης πτώχευσης, εφαρμοζόμενων αναλόγως των διατάξεων των παρ. 6 και 8 του άρθρου 99 του Πτωχευτικού Κώδικα.
7. Κατόπιν αιτήσεως οιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορούν να διατάζονται από τον πρόεδρο του αρμόδιου δικαστηρίου τα μέτρα του άρθρου 10 του Πτωχευτικού Κώδικα κατ’ αναλογική του εφαρμογή. Η μεγίστη διάρκεια ισχύος των προληπτικών μέτρων είναι έξι (6) μήνες από την υποβολή της αίτησης. Η αναστολή επάγεται αυτοδικαίως την αναστολή για τις ίδιες απαιτήσεις και έναντι τυχόν συνοφειλετών καθώς και την απαγόρευση της διάθεσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη και τυχόν συνοφειλετών.
Άρθρο 4
Απόφαση του δικαστηρίου
1. Το δικαστήριο αποδέχεται την αίτηση και ρυθμίζει τις υποχρεώσεις του οφειλέτη σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην συνυποβληθείσα με την αίτηση συμφωνία ρύθμισης, εάν οι συμβαλλόμενοι πιστωτές στη συμφωνία ρύθμισης εκπροσωπούν το απαιτούμενο είδος και ποσοστό απαιτήσεων, κατά το άρθρο 3. .
2. Το δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση που κρίνει ότι δεν έχουν προσκομιστεί όλα τα στοιχεία που τεκμηριώνουν το βάσιμο της αίτησης, αντί της απόρριψης της αίτησης, δύναται να τάξει προθεσμία για την προσκομιδή εγγράφων ή την παροχή διευκρινίσεων.
3. Η απόφαση επί της αιτήσεως εκδίδεται εντός μηνός από τη συζήτηση.
4. Η απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει την αίτηση δημοσιεύεται αμελλητί σε περίληψη στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), με επιμέλεια του οφειλέτη ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον.
5. Τριτανακοπή κατά της επικυρωτικής απόφασης δύναται να ασκηθεί εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευσή της απόφασης, κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου από πρόσωπο το οποίο δεν παρέστη στη συζήτηση λόγω του ότι δεν είχε κλητευθεί ή δεν είχε κλητευθεί νομίμως.
6. Το δικαστήριο δεν επικυρώνει τη συμφωνία μόνο εάν ο επανυπολογισμός του είδους και του ύψους των απαιτήσεων των συναινούντων πιστωτών ανατρέπει την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 3 ή εφόσον δεν έχουν συμπεριληφθεί απαιτήσεις του τριτανακόπτοντα, οι οποίες λαμβανόμενες υπόψη έχουν ως συνέπεια να μην συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 .
7. Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση του οφειλέτη επιτρέπεται έφεση. Η έφεση ασκείται εντός τριάντα (30) ημερών από την δημοσίευση της απόφασης, για τη δε συζήτησή της ορίζεται δικάσιμος εντός διμήνου από την άσκηση της έφεσης.
8. Για διάστημα δώδεκα 12 μηνών από τη δημοσίευση απόφασης αποδοχής ή απόρριψης αίτησης του άρθρου 3 του παρόντος δεν επιτρέπεται υποβολή αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξυγίανσης ή άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης κατά τα άρθρα 100 και 106β του Πτωχευτικού Κώδικα, αντιστοίχως.
Άρθρο 5
Αποτελέσματα της αποδοχής της αίτησης
1. Η αποδοχή της αίτησης του άρθρου 3 από το δικαστήριο επιφέρει τα ακόλουθα αποτελέσματα αποκλειστικά για τις ρυθμιζόμενες απαιτήσεις:
α. εφόσον το προβλέπει η συμφωνία ρύθμισης, δύνανται να αναστέλλονται οι ατομικές και συλλογικές διώξεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη και τυχόν συνοφειλετών για ορισμένο διάστημα, έως τριών μηνών, από την δημοσίευση της απόφασης περί αποδοχή της αίτησης. Στην περίπτωση αυτή, για την ίδια διάρκεια, αναστέλλεται η παραγραφή των απαιτήσεων των συμβαλλόμενων πιστωτών κατά των εγγυητών και τυχόν συνοφειλετών του για την άσκηση διαδικαστικών πράξεων,
β. αναστέλλεται, για περίοδο δώδεκα (12) μηνών από την δημοσίευση της απόφασης που αποδέχεται την αίτηση, η λήψη κάθε μέτρου συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης της κήρυξης πτώχευσης, σε βάρος του οφειλέτη, και
γ. εξοφλείται το οφειλόμενο στους εργαζόμενους χρέος του εδαφίου (γ) του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα σε 12 ισόποσες άτοκες μηνιαίες δόσεις.
2. Οφειλέτης του οποίου οι υποχρεώσεις έχουν ρυθμισθεί βάσει συμφωνίας επικυρωμένης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, δικαιούται να υπαχθεί στο πρόγραμμα εξυπηρέτησης της ληξιπρόθεσμης οφειλής του στη Φορολογική Διοίκηση ή/και στα ασφαλιστικά ταμεία, που προβλέπεται στα άρθρα 51 και 54 του ν. 4305/2014, μέχρι 100 μηνιαίες δόσεις, λαμβάνοντας πρόσθετη διαγραφή προσαυξήσεων τόκων και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 20%, σε σχέση με το προβλεπόμενα στα ανωτέρω άρθρα, ανάλογα με τον αριθμό των δόσεων. Τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις οφειλετών που κατά το χρόνο δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης έχουν ήδη υπαχθεί στη ρύθμιση των άρθρων 51 και 54 του ν. 4305/2014 και τηρούν τις υποχρεώσεις που αυτή συνεπάγεται. Η εφαρμογή του παρόντος σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται την, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, επιστροφή ήδη καταβληθέντων χρηματικών ποσών προς τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΦΚΑ, λόγω της μείωσης προσαυξήσεων. Για τη ρύθμιση αναγκαία προϋπόθεση αποτελεί οι ίδιοι οι έμποροι και στην περίπτωση των νομικών προσώπων οι πρόεδροι, οι διευθύνοντες σύμβουλοι, οι διαχειριστές, οι εταίροι και κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διαχείριση των υποθέσεων του νομικού προσώπου να μην έχουν καταδικαστεί με οριστική απόφαση για φοροδιαφυγή κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 17, 18 και 19 του ν. 2523/1997 ή για λαθρεμπορία ή για απάτη σε βάρος του Δημοσίου ή ΦΚΑ.
3. Σε περίπτωση που λόγω του ύψους της οφειλής ο οφειλέτης αποκλείεται από τη ρύθμιση των οφειλών του προς τη Φορολογική Διοίκηση ή Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 51 ή 54, κατά περίπτωση, του ν. 4305/2014, τότε εφόσον οι υποχρεώσεις του έχουν ρυθμισθεί βάσει συμφωνίας επικυρωμένης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, δικαιούται να αιτηθεί από την Φορολογική Διοίκηση ή Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, κατά περίπτωση, την διαγραφή ποσοστού 40% επί των προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής που τον βαρύνουν και στην τμηματική εξόφληση του υπολοίπου της οφειλής του σε 100 μηνιαίες δόσεις. Η αίτηση γίνεται δεκτή εκτός εάν εκδοθεί αντίθετη αιτιολογημένη απόφαση από τη Φορολογική Διοίκηση ή τον ΦΚΑ εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της αίτησης. Νόμιμη αιτιολογία απόρριψης μπορεί να είναι η η ύπαρξη άμεσα ρευστοποιήσιμων εξασφαλιστικών στοιχείων ή επαρκών εγγυήσεων ή η προφανής διακριτική μεταχείριση μετόχων, πιστωτών, συνοφειλετών.
4. Η απόφαση που αποδέχεται την αίτηση του οφειλέτη αποτελεί τίτλο εκτελεστό για τις αναλαμβανόμενες με αυτήν υποχρεώσεις.
5. Οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά των συνοφειλετών του οφειλέτη, περιορίζονται στο ίδιο ποσό με την απαίτηση τους κατά του οφειλέτη όπως αυτή διαμορφώνεται με τη συμφωνία ρύθμισης, ενώ οι υφιστάμενες ασφάλειες διατηρούνται για την εξασφάλιση της απαίτησής τους, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά την συμφωνία ρύθμισης. Σε περίπτωση ικανοποίησης πιστωτή από συνοφειλέτη, ο οφειλέτης ευθύνεται έναντι αυτού, εάν συντρέχει δικαίωμα αναγωγής, με τον ίδιο τρόπο που ευθύνεται κατά τη συμφωνία ρύθμισης έναντι του πιστωτή που ικανοποιήθηκε από αυτόν.
6. Τα δικαιώματα των ενέγγυων πιστωτών διατηρούνται υπέρ της απαίτησής τους, όπως αυτή διαμορφώνεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
7. Η παράβαση από τον οφειλέτη όρου της συμφωνίας ρύθμισης, συμπεριλαμβανομένης και της μη καταβολής για διάστημα αθροιστικά τριών (3) μηνών δόσεων οφειλόμενων προς την Φορολογική Διοίκηση ή ΦΚΑ κατά τα άρθρα 51 και 54 του ν. 4305/2014, ή σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, παρέχει σε κάθε άλλο πιστωτή του οποίου οι απαιτήσεις ρυθμίζονται συναινετικά ή μη από τη συμφωνία ρύθμισης το δικαίωμα καταγγελίας της ενώ αναβιώνουν οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη ως προς τις διαγραφείσες οφειλές και καθίστανται αυτοδικαίως ληξιπρόθεσμες και απαιτητές όλες οι ρυθμισθείσες οφειλές όπως έχουν διαμορφωθεί μετά την αναβίωσή τους. Σε περίπτωση αναβίωσης οφειλών εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο, αυτό ευθύνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις οικείες υπουργικές αποφάσεις βάσει των οποίων είχε χορηγηθεί η εγγύησή του. Η καταγγελία από τον χρόνο καταγγελίας της συμφωνίας ρύθμισης συνεπάγεται την αυτοδίκαιη ανατροπή των συνεπειών της επικύρωσης της συμφωνίας ρύθμισης. Η παρούσα διάταξη δεν επηρεάζει τις συνέπειες μη τήρησης των όρων ρύθμισης, προς τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΦΚΑ, που συνεπάγεται την αναδρομική αναβίωση του συνόλου των διαγραφεισών προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής, τα οποία καθίστανται στο σύνολό τους άμεσα απαιτητά και ληξιπρόθεσμα.
8. Οι διατάξεις των άρθρων 51 και 54 του ν. 4305/2014, εφαρμόζονται συμπληρωματικά και για τις ρυθμιζόμενες κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΦΚΑ.
9. Εξαιρούνται της πτωχευτικής ανάκλησης, κατά την έννοια των άρθρων 41 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα, πράξεις που έλαβαν χώρα σε εκπλήρωση της συμφωνίας ρύθμισης του άρθρου 5 παρ. 3 του παρόντος νόμου.
Άρθρο 6
Χρηματοδότηση της επιχείρησης
Χρηματοδοτήσεις ή εισφορές αγαθών ή υπηρεσιών προς τον οφειλέτη, οι οποίες διενεργούνται για διάστημα ενός έτους από τη δημοσίευση της απόφασης του άρθρου 4, καταλαμβάνονται από το προνόμιο του άρθρου 154 περ. α΄ του Πτωχευτικού Κώδικα. Το προνόμιο του παρόντος άρθρου δεν καταλαμβάνει χρηματοδοτήσεις ή εισφορές αγαθών ή υπηρεσιών από ιδιοκτήτες, εταίρους ή μετόχους, πρόεδρους, διευθύνοντες συμβούλους, διευθυντές, διαχειριστές, πρόσωπα εντεταλμένα είτε από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε βάσει δικαστικής απόφασης στην εκπροσώπηση και διαχείριση της επιχείρησης καθώς και τους συζύγους και τους συγγενείς αυτών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τον τρίτο βαθμό των ανωτέρω προσώπων ή του ιδίου του εμπόρου καθώς και από συνδεδεμένες επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 42ε του ν. 2190/1920. Επίσης δεν καταλαμβάνει εισφορές στο πλαίσιο αύξησης κεφαλαίου, καθώς και δικηγορικές αμοιβές για κατ’ αποκοπή χειρισμό υπόθεσης, καθ’ υπέρβαση του ποσού αμοιβής που προκύπτει για την αντίστοιχη υπηρεσία σύμφωνα με το Παράρτημα Ι του Κώδικα Δικηγόρων (ν.4194/2013 – Α΄208) και των σχετικών δαπανών-εξόδων στα οποία υποβάλλεται ο δικηγόρος. Το προνόμιο καταλαμβάνει χρηματοδοτήσεις ή εισφορές μέχρις ορίου που προσδιορίζεται στην υποβληθείσα συμφωνία ρύθμισης, εφόσον προσδιορίζεται τέτοιο όριο.
Άρθρο 7
Δικαίωμα αποζημίωσης πιστωτών
Πιστωτές, οι οποίοι δεν έχουν συνυπογράψει τη συμφωνία του άρθρου 3 παρ. 3 του παρόντος κεφαλαίου και των οποίων οι απαιτήσεις έχουν περιοριστεί κατά την ονομαστική τους αξία, δικαιούνται να λάβουν αποζημίωση από τον οφειλέτη για την προκληθείσα σε αυτούς ζημία, εφόσον αποδεικνύουν ότι εξ αιτίας της εφαρμογής της συμφωνίας η αξία της απαίτησής τους μειώθηκε πέραν του ποσού που ευλόγως θα ανακτούσαν (α) μέσω της θέσης της επιχείρησης σε πτωχευτική ρευστοποίηση κατά τον αυτό χρόνο ή (β) μέσω της ρευστοποίησης των εξασφαλίσεών τους ή γ) εάν η απαίτησή τους είχε δυσμενέστερη μεταχείριση από απαίτηση πιστωτή που βρίσκεται στην ίδια θέση, χωρίς να συντρέχει σπουδαίος επιχειρηματικός ή κοινωνικός λόγος διακριτικής μεταχείρισης. Σε κάθε περίπτωση, η υποβολή αποζημιωτικής αγωγής αλλά και η αποδοχή της κατά τα ανωτέρω δεν επηρεάζει την εφαρμογή της συμφωνίας ρύθμισης. Σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής ευθύνονται αλληλεγγύως για την αποζημίωση του ενάγοντα πιστωτή οι τυχόν συνοφειλέτες, κατά το μέρος της ευθύνης τους, εξαιρουμένου του Ελληνικού Δημοσίου ως εγγυητή, ενώ ευθύνονται συμμέτρως προς τις ρυθμισμένες απαιτήσεις τους σύμφωνα με αίτηση του άρθρου 3 παρ.1 του παρόντος κεφαλαίου, οι συνυπογράφοντες τη συμφωνία πιστωτές. Η αποζημιωτική αγωγή ασκείται εντός δύο (2) μηνών από την δημοσίευση της απόφασης που δέχεται την αίτηση κατά την παρ. 4 του άρθρου 4 του παρόντος.
Άρθρο 8
Περιορισμός αμοιβών
Οι πράξεις κατ’ εφαρμογή της συμφωνίας ρύθμισης απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος ή δικαίωμα Δημοσίου ή τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των τελών χαρτοσήμου, εξαιρουμένου του ΦΠΑ. Ως προς τις αμοιβές για τις αυτές πράξεις ή συμβάσεις εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 134 του Πτωχευτικού Κώδικα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης
Άρθρο 9
Αίτηση υπαγωγής στην έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης
1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του Πτωχευτικού Κώδικα, το οποίο έχει την έδρα του στην Ελλάδα και βρίσκεται σε γενική και μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων, δύναται να υπάγεται στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση κεφαλαιουχικών εταιριών, αυτές μπορούν να υπάγονται στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης του παρόντος άρθρου και εφόσον συντρέχει ως προς αυτές για δύο συνεχόμενες χρήσεις λόγος λύσης κατά το άρθρο 48 παρ. 1 κ.ν. 2190/1920 (αναλογικά εφαρμοζομένου στις λοιπές μορφές κεφαλαιουχικών εταιριών).
2. Η αίτηση υποβάλλεται από πιστωτή ή πιστωτές του οφειλέτη, στους οποίους περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένας χρηματοδοτικός φορέας, οι οποίοι εκπροσωπούν τουλάχιστον το 40% του συνόλου των απαιτήσεων σε βάρος του οφειλέτη.
3. Για τις ανάγκες του παρόντος ως πιστωτές νοούνται όσοι έχουν απαιτήσεις κατά του οφειλέτη κατά την έννοια του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου (π. δ. 1123/1980) ή σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, προκειμένου για επιχειρήσεις που καταρτίζουν οικονομικές καταστάσεις, υποχρεωτικά ή προαιρετικά σύμφωνα με αυτά, ενώ περιλαμβάνονται επίσης οι απαιτήσεις από χρηματοδοτικές μισθώσεις που οφείλονται συμβατικά από τον ως άνω χρόνο αναφοράς μέχρι την συμβατική ημερομηνία λήξης των συμβάσεων εφόσον σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες λογιστικές αρχές δεν αποτυπώνονται στις πιο πάνω οικονομικές καταστάσεις.
4. Ο υπολογισμός του ποσοστού των αιτούντων πιστωτών για τις ανάγκες της παραγράφου 2 γίνεται με βάση κατάσταση πιστωτών που συντάσσεται από κάτοχο άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α’ ή Β’ Τάξεως του Ν. 2515/1997 ή ορκωτό ελεγκτή, βασίζεται στις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις ή / και τα βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη ή /και των αιτούντων πιστωτών και αποτυπώνεται σε βεβαίωση του συντάκτη ότι συντρέχει η προϋπόθεση της πλειοψηφίας της παραγράφου 2. Η βεβαίωση αυτή επισυνάπτεται στην αίτηση της παραγράφου 1 με ποινή απαραδέκτου και αναφέρεται σε ημερομηνία που δεν απέχει χρονικά περισσότερο από τρείς μήνες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης της ίδιας ως άνω παραγράφου στο δικαστήριο. Κοινοπρακτούντες και ομολογιούχοι πιστωτές συμμετέχουν στον σχηματισμό του ποσοστού της παραγράφου 2 σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας.
5. Για το παραδεκτό της αίτησης απαιτείται η ταυτόχρονη κατάθεση δήλωσης του προτεινομένου ως ειδικού διαχειριστή (φυσικού ή νομικού προσώπου) περί αποδοχής του σχετικού έργου.
Άρθρο 10
Ορισμός Ειδικού Διαχειριστή
1. Ως ειδικός διαχειριστής ορίζεται νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο, όπως ορίζονται στο ν. 3693/2008 (Α΄ 174) ή δικηγόρος με οικονομοτεχνικές γνώσεις ή δικηγορική εταιρία στην οποία συμμετέχει δικηγόρος με οικονομοτεχνικές γνώσεις. Αν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, ως ειδικός διαχειριστής δύναται να ορίζεται και ελεγκτής πτυχιούχος ανωτάτης σχολής, που είναι μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.) και κάτοχος άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α΄ τάξεως του ν. 2515/1997 (Α΄ 154). Ειδικός διαχειριστής μπορεί να ορισθεί και σύμπραξη προσώπων εφόσον συμμετέχει σε αυτή νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο ή δικηγόρος με οικονομοτεχνικές γνώσεις ή δικηγορική εταιρία στην οποία συμμετέχει δικηγόρος με οικονομoτεχνικές γνώσεις.
2. Ως προς τον ειδικό διαχειριστή ισχύει το άρθρο 106ι παρ. 1 του Πτωχευτικού Κώδικα.
3. Η διαδικασία και το λειτούργημα του ειδικού διαχειριστή παύουν εντός δώδεκα (12) μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης του άρθρου 11, ανεξαρτήτως της αντικατάστασης του ειδικού διαχειριστή κατά το επόμενο εδάφιο, εκτός εάν άλλως προβλέπεται στο παρόν. Αν συντρέχει σπουδαίος λόγος ή ο ειδικός διαχειριστής παραιτηθεί, μπορεί ο τελευταίος να αντικαθίσταται κατόπιν αίτησης όποιου έχει έννομο συμφέρον προς το δικαστήριο άρθρου 11 του παρόντος, που δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η αμοιβή του ειδικού διαχειριστή συμφωνείται μεταξύ του ειδικού διαχειριστή και των αιτούντων πιστωτών και καταβάλλεται από αυτούς, εφαρμοζομένου του προνομίου του άρθρου 154 περ. α του Πτωχευτικού Κώδικα.
4. Ο ειδικός διαχειριστής ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια. Ο ειδικός διαχειριστής και, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, οι εκπρόσωποί του, δεν προσωποκρατούνται ούτε υπέχουν οποιαδήποτε αστική, ποινική ή άλλη ευθύνη για χρέη της υπό ειδική διαχείριση εταιρίας, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους και τον χρόνο στον οποίο ανάγονται. Το λειτούργημα του ειδικού διαχειριστή δεν συνιστά ελεγκτική εργασία.
Άρθρο 11
Εκδίκαση της αίτησης
1. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την έδρα του, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.
2. Για τη συζήτηση της αίτησης ορίζεται δικάσιμος εντός διμήνου από την υποβολή της. Στη περίπτωση νομικών προσώπων εφαρμόζεται το άρθρο 96 παρ. 2 του Πτωχευτικού Κώδικα. Ο αρμόδιος δικαστής δύναται κατά το άρθρο 748 παράγραφος 3 Κ.Πολ.Δ. να διατάξει την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη, ορίζοντας ταυτόχρονα και την προθεσμία της κλήτευσης, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκαπέντε (15) ημερών καθώς και την καταχώρησή της στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ).Η άσκηση παρέμβασης από τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου και οποιοδήποτε άλλο πιστωτή γίνεται με κατάθεση προτάσεων στο ακροατήριο και χωρίς την τήρηση προδικασίας κατά την ορισθείσα δικάσιμο. Η άσκηση παρέμβασης με κατάθεση δικογράφου σε διαφορετική δικάσιμο δεν αποτελεί λόγο αναβολής της συζήτησης της αίτησης κατά την προσδιορισθείσα δικάσιμο.
3. Κατόπιν αιτήσεως οιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μέχρι την έκδοση της απόφασης του άρθρου 12 μπορούν να διατάζονται από τον πρόεδρο του αρμόδιου δικαστηρίου τα μέτρα του άρθρου 10 του Πτωχευτικού Κώδικα κατ’ αναλογική του εφαρμογή. Η αναστολή επάγεται αυτοδικαίως την αναστολή για τις ίδιες απαιτήσεις και έναντι των λοιπών συνοφειλετών καθώς και την απαγόρευση της διάθεσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη και τυχόν συνοφειλετών του .
4. Η αίτηση του άρθρου 9 μαζί με την πράξη ορισμού δικασίμου κοινοποιείται στην επιχείρηση και περίληψη αυτής δημοσιεύεται στο Γ.Ε.ΜΗ. δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν τη δικάσιμο. Κύριες παρεμβάσεις κατατίθενται υποχρεωτικά και με ποινή απαραδέκτου το αργότερο τρεις (3) εργάσιμες ημέρες πριν από τη δικάσιμο, και συνεκδικάζονται, υποχρεωτικώς, όπως και οι τυχόν πρόσθετες παρεμβάσεις, με την αίτηση. Οι κυρίως παρεμβαίνοντες φέρουν το βάρος απόδειξης ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 9.
5. Η υποβολή της αίτησης αναστέλλει τυχόν εκκρεμείς αιτήσεις υπαγωγής σε καθεστώς εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 100 του Πτωχευτικού Κώδικα, ή εκκρεμείς αιτήσεις ειδικής εκκαθάρισης ή κήρυξης πτώχευσης, εφαρμοζόμενων αναλόγως των διατάξεων των παρ. 6 και 8 του άρθρου 99 του Πτωχευτικού Κώδικα.
Άρθρο 12
Απόφαση του δικαστηρίου
1. Το δικαστήριο αποδέχεται την αίτηση εάν υποβάλλεται παραδεκτώς και συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 παρ. 1 και 2.
2. Το δικαστήριο αποδεχόμενο την αίτηση διορίζει με την απόφαση του τον προτεινόμενο στην αίτηση ειδικό διαχειριστή, εκτός εάν υπάρχει πέραν της μιας αίτηση ή κύρια παρέμβαση με το αυτό αίτημα (θέση σε ειδική διαχείριση) και διαφορετική πρόταση ως προς τον ειδικό διαχειριστή, οπότε διορίζει τον κατά την κρίση του καταλληλότερο μεταξύ των προταθέντων.
3. Η απόφαση επί της αιτήσεως εκδίδεται εντός μηνός από τη συζήτηση.
4. Η απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει την αίτηση δημοσιεύεται αμελλητί σε περίληψη στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) με επιμέλεια του οφειλέτη ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον.
5. Τριτανακοπή κατά της απόφασης που δέχεται την αίτηση δύναται να ασκηθεί ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, από πρόσωπο που δεν παρέστη στη συζήτηση είτε γιατί δεν κλητεύθηκε είτε γιατί δεν κλητεύθηκε νομίμως, εντός νόμιμης προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο.
6. Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση του άρθρου 9 παρ. 2 επιτρέπεται έφεση. Η έφεση ασκείται εντός τριάντα (30) ημερών από την δημοσίευση της απόφασης, για τη δε συζήτηση της έφεσης ορίζεται δικάσιμος εντός διμήνου από την υποβολή της.
Άρθρο 13
Συνέπειες αποδοχής της αίτησης
1. Η αποδοχή της αίτησης συνεπάγεται την αυτοδίκαιη αναστολή όλων των ατομικών διώξεων κατά της επιχείρησης καθ’ όλη τη διάρκεια της ειδικής διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένων και των μέτρων διοικητικής εκτέλεσης από το δημόσιο και τους ΦΚΑ καθώς και των μέτρων διασφάλισης της οφειλής κατά τις διατάξεις του άρθρου 46 του ν. 4174/2013.
2. Μετά τη δημοσίευση της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου η εξουσία των καταστατικών οργάνων διοίκησης και διαχείρισης της επιχείρησης περιέρχεται στο σύνολο της στον διοριζόμενο ειδικό διαχειριστή. Ο ειδικός διαχειριστής αναλαμβάνει την εκπροσώπηση της εταιρίας έναντι τρίτων και την διεκπεραίωση των καθημερινών της συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένης και της σύνταξης οικονομικών καταστάσεων και της υποβολής φορολογικών δηλώσεων, ενώ αναστέλλεται για την διάρκεια της ειδικής διαχείρισης η υποχρέωση έγκρισης των οικονομικών καταστάσεων από τη γενική συνέλευση των μετόχων.
3. Η θέση της επιχείρησης σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης δεν συνιστά σπουδαίο λόγο για την καταγγελία εκκρεμών συμβάσεων, ούτε αποτελεί λόγο ανάκλησης διοικητικών αδειών.
Άρθρο 14
Διαδικασία ειδικής διαχείρισης – διάθεση του ενεργητικού
1. Ο ειδικός διαχειριστής εγκαθίσταται με τη βοήθεια της δημόσιας αρχής στη διοίκηση της επιχείρησης, συντάσσει αμελλητί απογραφή των στοιχείων της επιχείρησης, και εν συνεχεία καταρτίζει με βάση την απογραφή υπόμνημα προσφοράς, στο οποίο, πλην των απογραφέντων στοιχείων της επιχείρησης, περιλαμβάνει και κάθε πληροφορία χρήσιμη για την εικόνα του ενεργητικού της.
2. Ο ειδικός διαχειριστής, προκειμένου να διατηρήσει την λειτουργία της επιχείρησης και να καλύψει δαπάνες και έξοδα της ειδικής διαχείρισης, περιλαμβανομένων και των δικών του αμοιβών, δύναται να λάβει κατά τη διάρκεια της ειδικής διαχείρισης χρηματοδοτήσεις ή εισφορές αγαθών ή υπηρεσιών, οι οποίες φέρουν το ειδικό προνόμιο του άρθρου 154 περ. α΄ του Πτωχευτικού Κώδικα.
3. Το συντομότερο δυνατόν από την εγκατάστασή του, ο ειδικός διαχειριστής διενεργεί δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό για την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της υπό ειδική διαχείριση επιχείρησης ή επί μέρους λειτουργικών συνόλων της επιχείρησης (κλάδων) ή περιουσιακών της στοιχείων εφόσον αυτά δεν αποτελούν κλάδους.
4. Για την εκποίηση του ενεργητικού, ως σύνολο ή ως μέρη, κατά περίπτωση, ο ειδικός διαχειριστής, δημοσιεύει με ολοσέλιδη καταχώρηση σε δύο καθημερινής πανελλήνιας κυκλοφορίας εφημερίδες, στο Γ.Ε.ΜΗ και στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Τομέας Νομικών) και αναρτά επίσης στον τυχόν ιστότοπο της επιχείρησης στο διαδίκτυο και στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης πρόσκληση διενέργειας ενός ή περισσοτέρων, κατά περίπτωση, δημόσιων πλειοδοτικών διαγωνισμών.
5. Στην πρόσκληση ορίζεται ημερομηνία για την ενώπιον του ειδικού διαχειριστή στα γραφεία της επιχείρησης ή κατά την κρίση του στο κατάστημα του αρμόδιου δικαστηρίου υποβολή δεσμευτικών προσφορών, απαλλαγμένων από οιαδήποτε αίρεση ή επιφύλαξη και συνοδευόμενων από εγγυητική επιστολή για το ισόποσο του προσφερομένου τιμήματος. Η ημερομηνία του προηγούμενου εδαφίου απέχει είκοσι (20) τουλάχιστον και το πολύ (40) εργάσιμες ημέρες από τη δημοσίευση της πρόσκλησης. Στην πρόσκληση καθορίζονται και οι λοιποί όροι του σχετικού πλειοδοτικού διαγωνισμού, μεταξύ των οποίων περιέχεται η δέσμευση ότι με την υπογραφή της σύμβασης μεταβίβασης θα καταβάλλεται τοις μετρητοίς το σύνολο του τιμήματος, ενώ περιλαμβάνεται και το κείμενο της σύμβασης μεταβίβασης για την σκοπούμενη δικαιοπραξία.
6. Ο ειδικός διαχειριστής δύναται να διαθέτει προς ενδιαφερομένους πληροφορίες ως προς τα διατιθέμενα περιουσιακά στοιχεία και την επιχειρηματική δραστηριότητα και τα εργασιακά θέματα και σχέσεις της υπό ειδική διαχείριση εταιρίας καθώς και πρόσβαση σε ενδιαφερομένους αγοραστές σε στοιχεία της εταιρίας.
7. Μετά τη σύμφωνα με την πρόσκληση λήξη της διαδικασίας υποβολής, ο ειδικός διαχειριστής αποσφραγίζει τις προσφορές, και συντάσσει έκθεση, η οποία αναφέρει τον πλειοδότη. Η έκθεση αυτή κοινοποιείται σε όσους νόμιμα κατέθεσαν προσφορές και υποβάλλεται στο αρμόδιο δικαστήριο της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του παρόντος κεφαλαίου με σχετική αίτηση αποδοχής της.
8. Σε περίπτωση κατά το διαγωνισμό της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου κατατέθηκε μία μόνο προσφορά, συνέρχεται αμελλητί με πρόσκληση του ειδικού διαχειριστή συνέλευση των πιστωτών, η οποία με απόφαση της πλειοψηφίας επί του συνόλου των εκπροσωπουμένων στην συνέλευση απαιτήσεων (εφόσον υφίσταται η απαιτούμενη απαρτία που ορίζεται ως η πλειοψηφία των απαιτήσεων των πιστωτών οφειλέτη) αποφασίζει την υποβολή της έκθεσης της προηγούμενης παραγράφου στο δικαστήριο. Δέκα (10) τουλάχιστον μέρες πριν την συνέλευση των πιστωτών τίθεται στη διάθεση των πιστωτών η προσφορά. Δικαίωμα συμμετοχής στην συνέλευση έχουν οι αναφερόμενοι στην κατάσταση πιστωτών της παραγράφου 4 του άρθρου 9, ενώ η πρόσκλησή τους γίνεται με τον τρόπο δημοσίευσης της πρόσκλησης διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση λήψης απόφασης υποβολής, ο ειδικός διαχειριστής υποβάλει αίτηση αποδοχής στο δικαστήριο κατά την προηγούμενη παράγραφο. Σε περίπτωση μη λήψης απόφασης υποβολής, επέρχονται οι συνέπειες της επόμενης παραγράφου.
9. Σε περίπτωση που ο διαγωνισμός αφορά το σύνολο του ενεργητικού της επιχείρησης και δεν κατατέθηκε καμία προσφορά ή δεν κατατέθηκε καμία προσφορά για οποιοδήποτε από τα λειτουργικά σύνολα, η διαδικασία θεωρείται ότι έχει λήξει και ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης σε βάρος του οφειλέτη.
10. Σε περίπτωση που δεν κατατέθηκε προσφορά για ορισμένα μόνο από τα λειτουργικά σύνολα, ο ειδικός διαχειριστής δεν διενεργεί νέο διαγωνισμό ως προς αυτά αλλά περιορίζεται στην διάθεση αυτών για τα οποία ελήφθησαν προσφορές εφαρμόζοντας αναλογικά την παραπάνω διαδικασία.
Άρθρο 15
Διαδικασία ειδικής διαχείρισης – εκδίκαση της αίτησης αποδοχής
1. Για τη συζήτηση της αίτησης αποδοχής της παραγράφου 7 του άρθρου 14, τις τυχόν παρεμβάσεις και οποιοδήποτε άλλο σχετικό ζήτημα εφαρμόζονται τα οριζόμενα για την αίτηση υπαγωγής σε ειδική διαχείριση, αναλόγως εφαρμοζόμενα.
2. Το δικαστήριο αποδέχεται την υποβληθείσα αίτηση εφόσον διαπιστώσει ότι τηρήθηκαν οι όροι του παρόντος και ότι η εισαγόμενη προς έγκριση προσφορά είναι του πλειοδότη ή, σε περίπτωση μίας προσφοράς, ότι έχει την έγκριση της συνέλευσης των πιστωτών και ανακηρύσσει τον Αγοραστή ή τους Αγοραστές, κατά περίπτωση με απόφαση του, που δεν υπάγεται σε ένδικα μέσα.
3. Η απόφαση του δικαστηρίου δημοσιεύεται σε περίληψη στο Γ.Ε.ΜΗ.. Σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης το αρμόδιο δικαστήριο ορίζει και εισηγητή δικαστή για τις ανάγκες της διανομής του πλειστηριάσματος κατά το άρθρο 18 του παρόντος.
4. Τριτανακοπή κατά της αποφάσεως δύναται να ασκηθεί από πρόσωπο που δεν παρέστη στη συζήτηση είτε γιατί δεν κλητεύθηκε είτε δεν κλητεύθηκε νόμιμα σε αυτήν εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης κατά το προηγούμενο εδάφιο.
Άρθρο 16
Διαδικασία ειδικής διαχείρισης – μεταβίβαση του ενεργητικού
1. Με τη δημοσίευση της τυχόν θετικής απόφασης ο ειδικός διαχειριστής απευθύνει εγγράφως προς τον αγοραστή ή τους αγοραστές σχετική πρόσκληση του για υπογραφή εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών της σύμβασης μεταβίβασης που περιλήφθηκε στην πρόσκληση. Η παραπάνω σύμβαση επέχει θέση τελεσίδικης κατακύρωσης του 1003 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
2. Εφόσον το τίμημα καταβληθεί εμπροθέσμως, ο ειδικός διαχειριστής συντάσσει αμελλητί πράξη εξόφλησης. Η πράξη αυτή προσαρτάται στη Σύμβαση Μεταβίβασης, επέχει θέση περίληψης έκθεσης κατακύρωσης του άρθρου 1005 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εφαρμοζομένων ως προς αυτήν αναλόγως όσων ισχύουν επί της τελευταίας και έχει, στην περίπτωση μεταβίβασης ακινήτων, ως άμεση έννομη συνέπεια, μετά τη μεταγραφή της και το σχετικό αίτημα προς τον υποθηκοφύλακα ή το κτηματολογικό γραφείο κατά τα οριζόμενα για την πράξη μεταγραφής ακινήτων, την εξάλειψη και διαγραφή των υπέρ τρίτων βαρών.
3. Στη μεταβίβαση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή και λειτουργικών συνόλων αυτής, στο πλαίσιο της ειδικής διαχείρισης, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ.
4. Ως προς την παραπάνω σύμβαση μεταβίβασης, τις εκκρεμείς συμβάσεις της επιχείρησης και τις διοικητικές άδειες ισχύουν τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 106θ του Πτωχευτικού Κώδικα.
5. Οι πράξεις για την πραγματοποίηση της μεταβίβασης απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος ή δικαίωμα Δημοσίου ή τρίτων, καθώς και τελών χαρτοσήμου, εξαιρουμένου του ΦΠΑ.
6. Ως προς αμοιβές για τις αυτές πράξεις ή συμβάσεις εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 134 του Πτωχευτικού Κώδικα.
7. Οι πράξεις αυτές εξαιρούνται επίσης της πτωχευτικής ανάκλησης, κατά την έννοια των άρθρων 41 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα.
Άρθρο 17
Περάτωση διαδικασίας ειδικής διαχείρισης
1. Σε περίπτωση που δεν ολοκληρωθεί η όλη διαδικασία μεταβίβασης τουλάχιστον του 90% του συνόλου του ενεργητικού της εταιρίας (ως λογιστική αξία) εντός της προθεσμίας του άρθρου 9 παρ. 4, τότε η διαδικασία θεωρείται ότι έχει λήξει και ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης της επιχείρησης. Σε περίπτωση που εκκρεμεί αίτηση πτώχευσης προχωρά η εξέταση της. Κατ’ εξαίρεση, εάν εντός της ανωτέρω προθεσμίας εκκρεμεί πλειοδοτική διαδικασία και υποβολή αίτησης προς το δικαστήριο για αποδοχή προσφοράς με την οποία να επιτυγχάνεται (λαμβανομένων υπόψη και τυχόν προηγουμένων διαθέσεων) η διάθεση τουλάχιστον του 90% του συνόλου του ενεργητικού της εταιρίας (ως λογιστική αξία και ανεξαρτήτως τρόπου διάθεσης), τότε η ειδική διαχείριση παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι την έκδοση των σχετικών αποφάσεων από το αρμόδιο δικαστήριο και την ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβίβασης των σχετικών στοιχείων.
2. Εφόσον ολοκληρωθεί επιτυχώς από τον ειδικό διαχειριστή η μεταβίβαση τουλάχιστον του 90% του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης (ως λογιστική αξία), και εάν κατά την εκτίμησή του, βάσει των αναγγελθεισών απαιτήσεων της παραγράφου 1 του άρθρου 18, το προϊόν ρευστοποίησης επαρκεί για την πλήρη ικανοποίηση όλων των πιστωτών, υποβάλλει σχετικό αίτημα στο αρμόδιο δικαστήριο το οποίο δύναται να παρατείνει τον διορισμό του με αποκλειστικό αντικείμενο την διάθεση του προϊόντος ρευστοποίησης προς τους δικαιούχους. Σε περίπτωση πλήρους ικανοποίησης του συνόλου των πιστωτών, τα εταιρικά όργανα ή ο ιδιοκτήτης, κατά περίπτωση, ανακτούν την διοίκηση του φορέα της επιχείρησης. Σε αντίθετη περίπτωση, ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης του οφειλέτη. Σε περίπτωση που εκκρεμεί αίτηση πτώχευσης προχωρά η εξέταση της.
3. Σε περίπτωση κήρυξης του φορέα της επιχείρησης σε πτώχευση, εάν εκκρεμεί η διάθεση προϊόντος διάθεσης μέρους του ενεργητικού της επιχείρησης στους πιστωτές, ο ειδικός διαχειριστής διατηρεί τον έλεγχο του ανωτέρω υπολοίπου και την ευθύνη διανομής του στους δικαιούχους σύμφωνα με το άρθρο 18 του παρόντος και η διανομή αυτή δεν υπόκειται σε πτωχευτική ανάκληση.
Άρθρο 18
Διαδικασία ειδικής διαχείρισης – διανομή προς πιστωτές
1. Ο ειδικός διαχειριστής, το συντομότερο μετά τη μεταβίβαση του ενεργητικού της επιχείρησης (ή και μέρους αυτής ως λειτουργικού συνόλου) κατά τα προαναφερόμενα υποχρεούται να δημοσιοποιήσει, με τον τρόπο που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 14, πρόσκληση αναγγελίας απαιτήσεων των πιστωτών. Οι πιστωτές αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από τη δημοσιοποίηση της πρόσκλησης.
2. Στη συνέχεια ο ειδικός διαχειριστής, αφού αφαιρέσει από το προϊόν της ειδικής διαχείρισης τα έξοδα της διαδικασίας, μέσα στα οποία περιλαμβάνονται οι δαπάνες της λειτουργίας της επιχείρησης κατά την ειδική διαχείριση και αποδώσει τα αντίστοιχα ποσά συμμέτρως προς τους δικαιούχους, επαληθεύει τις απαιτήσεις με βάση τα στοιχεία της επιχείρησης σύμφωνα με την απλοποιημένη διαδικασία του άρθρου 163 του Πτωχευτικού Κώδικα ανεξαρτήτως ποσού απαίτησης, και συντάσσει, για το απομένον υπόλοιπο, πίνακα κατάταξης κατά τις διατάξεις των άρθρων 153-161 του Πτωχευτικού Κώδικα εφαρμοζομένων αναλόγως. Αρμόδιο για την εκδίκαση τυχόν ανακοπών κατά του πίνακα (τόσο ως προς την επαλήθευση όσο ως προς την κατάταξη) και την τυχόν αναμόρφωσή του είναι το δικαστήριο της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του παρόντος κεφαλαίου, το οποίο δικάζει κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις.
3. Η διανομή προς πιστωτές διενεργείται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κ.Πολ.Δ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Άρθρο 19
Στο άρθρο 27 του ν. 4172/2013 (Α’ 167)προστίθεται παράγραφος 3 και οι υπάρχουσες παράγραφοι 3 και 4 αναριθμούνται ως παράγραφοι 4 και 5 ως εξής:
«3. Η χρεωστική διαφορά (οριστική ζημία) λόγω πιστωτικού κινδύνου η οποία προκύπτει για τους πιστωτές των εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος νομικών προσώπων των παραγράφων 5, 6 και 7 του άρθρου 26 του παρόντος από τη διαγραφή χρεών οφειλετών τους κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 του νόμου με τίτλο «Ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο α) της Απόφασης-Πλαίσιο 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2008, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση-Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις, οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για το σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΜΕΡΟΣ Α), β) της Απόφασης-Πλαίσιο 2008/947/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2008, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση-Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις που προβλέπουν την αναστολή εκτέλεσης της ποινής ή απόλυση υπό όρους, με σκοπό την επιτήρηση των μέτρων αναστολής και των εναλλακτικών κυρώσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΜΕΡΟΣ Β), γ) της Απόφασης-Πλαίσιο 2009/829/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με την εφαρμογή, μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στις αποφάσεις περί μέτρων επιτήρησης εναλλακτικά προς την προσωρινή κράτηση (ΜΕΡΟΣ Γ) και άλλες διατάξεις», εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδά τους σε δεκαπέντε (15) ισόποσες ετήσιες δόσεις, αρχής γενομένης από τη χρήση στην οποία πραγματοποιήθηκε η διαγραφή. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, ως χρεωστική διαφορά λαμβάνεται η διαφορά του ποσού διαγραφής από το λογιστικό υπόλοιπο της οφειλής κεφαλαίου και εγγεγραμμένων τόκων, μη συμπεριλαμβανομένων των τόκων που το νομικό πρόσωπο παρακολουθεί εξωλογιστικά. Η ανωτέρω διαφορά καταχωρείται σε χρέωση των αποτελεσμάτων της χρήσης στην οποία προκύπτει. Σε περίπτωση που ο πιστωτής έχει σχηματίσει και εκπέσει από τα ακαθάριστα έσοδά του, για το χρέος που διαγράφεται, πρόσθετη ειδική πρόβλεψη κατά τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 26 του παρόντος, η πρόβλεψη αντιλογίζεται σε πίστωση των αποτελεσμάτων του φορολογικού έτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η διαγραφή και αποτελεί για τον πιστωτή φορολογητέο κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα.»
Άρθρο 20
Λοιπές διατάξεις
1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας συστήνεται επιτροπή με αρμοδιότητες την παρακολούθηση της εφαρμογής των μέτρων του παρόντος νόμου, το συντονισμό και υποστήριξη των συμμετεχόντων φορέων και αρχών, τη συλλογή και επεξεργασία στατιστικών και άλλων στοιχείων ως προς την εφαρμογή τους και τις οικονομικές και άλλες επιπτώσεις, την υποβολή εισηγήσεων και προτάσεων προς τους ανωτέρω Υπουργούς, την Τράπεζα της Ελλάδος και άλλα εποπτικά όργανα. Με την ίδια απόφαση ρυθμίζεται επίσης κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για τη λειτουργία της επιτροπής αυτής και την εκπλήρωση του σκοπού της.
2. Η διαγραφή ή / και ρύθμιση υπολοίπου δανείου, το οποίο τελεί υπό την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου, και συντελείται εντός του πλαισίου της διαδικασίας των προηγούμενων άρθρων, δεν επηρεάζει κατά τα λοιπά την ισχύ της παρασχεθείσας εγγύησης από το ελληνικό δημόσιο.
3. Η περίπτωση η’ του άρθρου 8 του ν. 3461/2006 (Α’ 106), όπως τροποποιήθηκε με το αρ. 13 § 7 του ν. 4013/2011 (Α’ 204), εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση επικύρωσης συμφωνιών ρύθμισης κατά το Τρίτο Κεφάλαιο του παρόντος νόμου.
Άρθρο 21
Τροποποίηση καταστατικού της Ε.Τ.Ε.ΑΝ. Α.Ε.
1.Μετά την περίπτωση ε της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του Καταστατικού της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Α.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «Ε.Τ.Ε.ΑΝ. Α.Ε.», όπως τέθηκε με το δεύτερο άρθρο του ν. 3912/2011 (Α 17), προστίθεται νέα περίπτωση στ ως εξής:
«στ) Με τη σύναψη συμβάσεων ομολογιακού δανείου που εκδίδουν νομικά πρόσωπα ειδικού σκοπού που έχουν ιδρυθεί και εδρεύουν στο Λουξεμβούργο, όπως το “IfG – Greek SME Finance SA” (αριθμός μητρώου B 186984) ή σε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διέπονται από την αντίστοιχη νομοθεσία, ποιώντας χρήση πόρων προερχόμενων από το εθνικό σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων μέχρι το ύψος που καθορίζεται και από την αντίστοιχη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας και κατά παρέκκλιση τυχόν αντίθετων διατάξεων του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού που προβλέπεται στο τέταρτο άρθρο του παρόντος νόμου. Η σύναψη των ανωτέρω ομολογιακών δανείων από την Εταιρεία επιτρέπεται αποκλειστικά για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 3 του ν. 4224/2013 (Α 288) και ιδίως τη διοχέτευση πόρων στις ελληνικές πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ).
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας καθορίζονται ο τρόπος, οι ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις, καθώς επίσης κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη σύναψη των ως άνω ομολογιακών δανείων.»
2. Στο άρθρο 6 του Καταστατικού της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Α.Ε.» όπως τέθηκε με το δεύτερο άρθρο του ν. 3912/2011, η υφιστάμενη παράγραφος 2 αναριθμείται σε παράγραφος 3 και προστίθεται νέα παράγραφος 2 ως εξής:
«2) Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρείας αυξάνεται κατά εκατό εκατομμύρια (100.000.000) ευρώ, που εισφέρονται σε μετρητά από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων του Ελληνικού Δημοσίου, μέσω έκδοσης 1.000.000 νέων ονομαστικών μετοχών ονομαστικής αξίας 100 ευρώ εκάστη, τροποποιούμενης αναλόγως της παρ. 1 του παρόντος άρθρου. Το ποσό αυτό θα χρησιμοποιηθεί για την υλοποίηση του σκοπού που περιγράφεται στο εδ. στ. της παρ. 4 του άρθρου 4 του άρθρου δεύτερου του παρόντος.»
Άρθρο 22
Απορρόφηση νομικών προσώπων από το Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο
1. Μετά το τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν. 4224/2013 (Α 288), όπως αυτό τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 45 του ν. 4262/2014 (Α 114), προστίθενται νέα εδάφια ως εξής:
«Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, εγκρίνεται και ολοκληρώνεται η απορρόφηση των ανωτέρω υποκεφαλαίων από το Ταμείο.
Νομικά πρόσωπα που έχουν συσταθεί ως διακριτές νομικές οντότητες ειδικού σκοπού στο Λουξεμβούργο, όπως είναι η ανώνυμη εταιρεία «IfG – Greek SME Finance S.A.» (αριθμός μητρώου B 186984) ή σε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διέπονται από το αντίστοιχο δίκαιο και το Ελληνικό Δημόσιο κατά τη σύστασή τους δεν συμμετέχει στο εταιρικό τους κεφάλαιο, μπορούν να απορροφηθούν από το Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο ως υποκεφάλαια αυτού εφόσον πληρούνται οι όροι του παρόντος νόμου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, καθορίζονται ο τρόπος, οι ειδικότερες προϋποθέσεις και τυχόν αναγκαίες λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος εδαφίου. Με όμοια απόφαση εγκρίνεται και ολοκληρώνεται η απορρόφηση των ανωτέρω νομικών οντοτήτων ως υποκεφαλαίων από το Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο».
2. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ν. 4224/2013 (Α 288), προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
«Ποσό εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) ευρώ από το ανωτέρω αναφερόμενο καταβάλλεται σε μετρητά από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων του Ελληνικού Δημοσίου στο Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (Ε.Τ.Ε.ΑΝ Α.Ε.) του ν. 3912/2011 (Α 17), το οποίο προς τούτο υποχρεούται να προβεί σε αντίστοιχη αύξηση του μετοχικού του κεφαλαίου, μέσω της έκδοσης νέων ονομαστικών μετοχών. Το ποσό της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για την χρηματοδότηση της ανώνυμης εταιρείας «IfG – Greek SME Finance S.A.» για τους σκοπούς του άρθρου 3 του παρόντος και ιδίως τη διοχέτευση πόρων στις ελληνικές πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ).»
3. Μετά το άρθρο 5 του ν. 4224/2013 (Α 288), προστίθεται νέο άρθρο 5Α ως εξής:
«Τα δάνεια που χορηγούν Πιστωτικά Ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα σε πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες Ελληνικές Επιχειρήσεις και προέρχονται από τα κεφάλαια που δανείζει μέσω ομολογιακού δανείου η Ε.Τ.Ε.ΑΝ. Α.Ε., στην ανώνυμη εταιρεία «IfG – Greek SME Finance S.A.» ή άλλα νομικά πρόσωπα ειδικού σκοπού των άρθρων 3 και 4 του παρόντος νόμου απαλλάσσονται από την εισφορά του ν. 128/1975 (Α 178).
Τα δάνεια που χορηγούν, για τον ίδιο ανωτέρω σκοπό της δανειοδότησης πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων ελληνικών επιχειρήσεων, η ανώνυμη εταιρεία «IfG – Greek SME Finance S.A.» ή άλλα νομικά πρόσωπα ειδικού σκοπού των άρθρων 3 και 4 του παρόντος νόμου, σε Πιστωτικά Ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και προέρχονται από τα κεφάλαια που δάνεισε μέσω ομολογιακού δανείου η Ε.Τ.Ε.ΑΝ. Α.Ε. στην ανώνυμη εταιρεία «IfG – Greek SME Finance S.A.» ή άλλα ως άνω νομικά πρόσωπα, απαλλάσσονται από την εισφορά του ν. 128/1975, το τέλος χαρτοσήμου του π.δ. 28/1931 (Α 239) και από τη φορολόγηση του εισοδήματος που προκύπτει από τους τόκους σύμφωνα με το ν. 4172/2013 (Α167). Για τον ίδιο επίσης σκοπό, ισχύουν όλες οι απαλλαγές του παρόντος εδαφίου και για τα χορηγούμενα από την «IfG – Greek SME Finance S.A.» – κατά τα ανωτέρω – δάνεια σε Πιστωτικά Ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, των οποίων η αρχική προέλευση των κεφαλαίων προέρχεται: α) από αλλοδαπό Δημόσιο ή οντότητα συνδεόμενη με αλλοδαπό Δημόσιο, β) από Διεθνή Οργανισμό ή γ) από άλλη οντότητα σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως της νομικής μορφής που βάσει διεθνούς ή διμερούς συμφωνίας, ή των νομοθετικών, κανονιστικών, καταστατικών και λοιπών διατάξεων που τα ή τις διέπουν, απολαύουν φορολογικών προνομίων, δ) από κοινωφελές ίδρυμα και ε) μη κερδοσκοπικό οργανισμό. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να καθορίζονται τυχόν αναγκαίες λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου».
Αθήνα, 03.11.2014
Οι Υπουργοί
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΚΙΚΑΣ ΧΑΡΔΟΥΒΕΛΗΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΕΝΔΙΑΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΡΟΥΤΣΗΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ